Μακάριος Α' αρχιεπίσκοπος

Image

Μακάριος Α΄: Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα από το 1854 μέχρι το 1865. Προκάτοχός του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ήταν ο Κύριλλος Α΄ (1849-1854) και διάδοχός του ο Σωφρόνιος Γ΄ (1865-1900), τελευταίος αρχιεπίσκοπος της περιόδου της Τουρκοκρατίας και πρώτος της περιόδου της Αγγλοκρατίας.

 

Ο Μακάριος Α΄ καταγόταν, όπως και ο Μακάριος Β΄, από την Μαραθάσα. Αναφέρεται δε ως Μακάριος Χριστοδουλίδης Μυριανθεύς. Γεννήθηκε στο χωριό Πρόδρομος και πέθανε στη Λευκωσία τον Αύγουστο του 1865 από χολέρα, αρνούμενος να εγκαταλείψει την πόλη της οποίας οι κάτοικοι αποδεκατίζονταν από την επιδημία που είχε ενσκήψει.

 

Το 1854 ο Μακάριος ήταν ιεροδιάκονος, όταν πέθανε ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος στις 23 Ιουλίου 1854, κι εξελέγη διάδοχός του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, χαρακτηριζόμενος ως «ἀνήρ πεπαιδευμένος, σώφρων, συνετός, ἱεροπρεπής καί μέ τά εἰς τόν ἀρχιερατικόν χαρακτῆρα ἀπαιτούμενα προσόντα». Η χειροτονία του έγινε στον καθεδρικό ναό της Λευκωσίας στις 26 Αυγούστου 1854 από τους επισκόπους Πάφου Χαρίτωνα, Κιτίου Μελέτιο και Κυρηνείας Μελέτιο. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Κυπρίους ιεράρχες της περιόδου της Τουρκοκρατίας, κι ένας από εκείνους των οποίων έχουν διασωθεί τα βεράτια. Τα βεράτια ήσαν επίσημα οθωμανικά έγγραφα διά των οποίων αφ’ ενός αναγνωριζόταν από τις αρχές η εκλογή ιεραρχών και συνεπώς αυτοί μπορούσαν ν’ αναλάβουν τα καθήκοντά τους, αφ' ετέρου δε περιείχαν τις βασικές σχέσεις μεταξύ της Εκκλησίας και του Κράτους καθώς και τα προνόμια των κληρικών. Τα λίγα σχετικά βεράτια Κυπρίων ιεραρχών που σώθηκαν είναι του 19ου αιώνα. Ένα απ’ αυτά είναι εκείνο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Α΄ που εξεδόθη στα τέλη Μουχαρέμ 1271 (=1855).

 

Από την αρχή της αρχιεπισκοπείας του Μακαρίου Α΄, αυτός ασχολήθηκε με το ζήτημα του επισκόπου Πάφου Χαρίτωνος που βρισκόταν σε διάσταση προς το ποίμνιό του και σε θέση κατηγορουμένου από τον λαό της Πάφου. Μεταξύ άλλων, κατηγορείτο για επίδειξη αδιαφορίας, για αποδιοργάνωση της επισκοπής Πάφου, για άσκοπες δαπάνες και κακή διαχείριση κλπ. (βλέπε κατηγορίες στο λήμμα Χαρίτων επίσκοπος [Πάφου]). Ο γηραιός Χαρίτων αντιδρούσε στις κατηγορίες μέσω δικών του ανθρώπων. Το ζήτημα όμως που απασχόλησε την Εκκλησία έληξε με το θάνατο του Χαρίτωνος το 1855 και την εκλογή ως διαδόχου του του Λαυρεντίου, ικανού ιεράρχη και συγχωριανού του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Α΄.

 

Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Α΄, εκμεταλλευόμενος τις ευκαιρίες και τα προνόμια που παραχωρήθηκαν στους Κυπρίους διά του χαττχουμαγιούν (μεταρρυθμίσεις) που εκδόθηκε επί των ημερών του (το 1856) ως αποτέλεσμα της συνθήκης των Παρισίων (του 1854), κατόρθωσε να προσφέρει ικανές υπηρεσίες τόσο στην Κυπριακή Εκκλησία όσο και στον Ελληνισμό του νησιού γενικότερα.

 

Έτσι, επί ημερών του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Α΄ κατέστη δυνατή η χρησιμοποίηση κωδώνων στις εκκλησίες (που ήταν απαγορευμένη έως τότε), με βεζυρική διαταγή ημερομηνίας 18 Σαφέρ 1275. Η πρώτη δε καμπάνα που ήχησε στην Κύπρο μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους το 1570-71, αναρτήθηκε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη στη Λευκωσία το 1859. Επίσης, το 1856, με διάβημά του προς τις τουρκικές αρχές, ο αρχιεπίσκοπος κατόρθωσε να εξασφαλίσει όπως οι Κύπριοι ιερείς μη παρεμποδίζονται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, γιατί τότε ήσαν υποχρεωμένοι και αυτοί να συμμετέχουν στην καταδίωξη των ακρίδων, εγκαταλείποντας ακόμη και τις λειτουργίες και κλειδώνοντας τους ναούς.

 

Κατά το 1858 η Εκκλησία της Κύπρου προσκλήθηκε να αντιπροσωπευθεί σε μεγάλη γενική συνέλευση που είχε συγκληθεί στην Κωνσταντινούπολη προς εξέταση και ρύθμιση των εκκλησιαστικών και πνευματικών υποθέσεων των υπόδουλων Ελλήνων. Σύσκεψη στην Αρχιεπισκοπή αποφάσισε την εκπροσώπηση της Κύπρου από τον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο και έναν λαϊκό, τον δάσκαλο Ονούφριο Παυλίδη. Τελικά όμως, άγνωστο για ποιους λόγους, η μετάβασή τους στην Κωνσταντινούπολη δεν πραγματοποιήθηκε.

 

Κατά το 1861 δημιουργήθηκε ένταση ύστερα από καταγγελία των πατέρων του μοναστηριού του Αγίου Παντελεήμονος (Μύρτου) ότι ο επίσκοπος Κερύνειας Μελέτιος επενέβαινε στη διοίκηση του μοναστηριού και σφετεριζόταν τα έσοδά του. Το ζήτημα διευθετήθηκε με επέμβαση του αρχιεπισκόπου. Σοβαρό θέμα με τον επίσκοπο Μελέτιο δημιουργήθηκε και το 1864, όταν αυτός βρέθηκε σε οξεία διαφωνία με τον λαό της εκκλησιαστικής περιφέρειάς του. Αφού ο αρχιεπίσκοπος δεν κατόρθωσε να επιτύχει τη συμφιλίωση, προτίμησε να ικανοποιήσει τον λαό καλώντας τον Μελέτιο να παραιτηθεί. Όταν ο τελευταίος αρνήθηκε, ο αρχιεπίσκοπος κάλεσε σύνοδο στην Αρχιεπισκοπή, η οποία και τον έπαυσε. Επίσης, σύνοδος του 1864 (13 Μαΐου) στη Λευκωσία, πήρε μέτρα προστασίας της εκκλησιαστικής περιουσίας, τα οποία βασικά απαγόρευαν σε οποιονδήποτε ιεράρχη να πωλεί κτηματική περιουσία ή αφιερώματα, ή να κάνει απαλλοτριώσεις ή να δανείζεται χρήματα επ’ ονόματι του θρόνου του, χωρίς συγκατάθεση της Ιεράς Συνόδου. Τα μέτρα αποσκοπούσαν στον τερματισμό των αυθαιρεσιών Κυπρίων ιεραρχών που πολλές φορές δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα, εκμεταλλευόμενοι τη θέση τους.

 

Κατά το 1862-63 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Α΄ ανοικοδόμησε το κτίριο της Αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία.

 

Σ’ ό,τι αφορούσε την ακρίδα, που μάστιζε τότε την Κύπρο, μεταξύ άλλων ο αρχιεπίσκοπος προέβη σε διαβήματα στην Κωνσταντινούπολη, όπου έστειλε και 2μελή αποστολή, χωρίς όμως ικανά αποτελέσματα.

 

Με τις μεταρρυθμίσεις του 1856 ιδρύθηκαν δυο συμβούλια (διοικητικό και δικαστικό) στη Λευκωσία, καθώς και επαρχιακά παρόμοια, με δικαίωμα συμμετοχής και των αρχιερέων. Ο αρχιεπίσκοπος και τρεις άλλοι Χριστιανοί μετείχαν στο γενικό διοικητικό συμβούλιο [ιταρέ μετζιλίς]. Ως απόρροια, επίσης, του χαττ-ι χουμαγιούν, ιδρύθηκαν και τα πρώτα δημαρχεία στις πόλεις. Επί Μακαρίου έγινε επίσης κατορθωτό να εξασφαλισθούν διάφορα σημαντικά δικαιώματα των Ελλήνων του νησιού, όπως: α) το δικαίωμα καταγραφής των περιουσιών των αποθανόντων Ελλήνων Κυπρίων υπό των θρησκευτικών ηγετών τους αντί των εκπροσώπων των οθωμανικών αρχών που ήσαν ευάλωτοι προς κάθε αυθαιρεσία, υπεξαίρεση και προσπάθεια για ατομικό πλουτισμό, β) να γίνονται δεκτές στα δικαστήρια οι μαρτυρίες των Χριστιανών. Επίσης, επί Μακαρίου Α΄ έγινε και σημαντική διοικητική μεταβολή: η Κύπρος αφαιρέθηκε από τη διοίκηση του νομού του Αρχιπελάγους και απετέλεσε ανεξάρτητο μουτεσαριφλίκι υπό την άμεση διοίκηση της Υψηλής Πύλης.

 

Κατά το 1860 ο Μακάριος Α΄ προέβη σε παραστάσεις προς τον μεγάλο βεζύρη Μεχμέτ πασά (που ήταν Κύπριος την καταγωγή), επιδιώκοντας την ελάττωση των φόρων (σχετική επιστολή του αρχιεπισκόπου, ημερομηνίας 8 Μαίου 1860, διά της οποίας γίνεται και έκκληση προς τον βεζύρη να φροντίσει για τους συμπατριώτες του Χριστιανούς της Κύπρου, σώζεται στο αρχείο της Αρχιεπισκοπής). Ως αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών, ένας τουλάχιστον φόρος, ο επί των χοίρων, καταργήθηκε μετά το 1860.

 

Προς τον Μεχμέτ πασά Κιμπρισλί, τον μεγάλο βεζύρη, ο Μακάριος Α΄ είχε διαβιβάσει μέσω του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το 1859, και υπόμνημα των αναγκών και των προβλημάτων των Κυπρίων. Το υπόμνημα είχε ετοιμάσει για να δώσει προσωπικά στον σουλτάνο Αβδούλ* Μετζίτ που επρόκειτο τότε να επισκεφθεί την Κύπρο και που η επίσκεψή του τελικά δεν πραγματοποιήθηκε (βλέπε Κ. Δελικάνη, Ἔγγραφα Πατριαρχικά Ἐκκλησιῶν, Β΄, σ. 631).

 

Εκεί όμως που ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Α΄ επιτέλεσε σημαντικότατο για την εποχή και υπό τις περιστάσεις έργο, ήταν στον τομέα της εκπαίδευσης. Πράγματι, από της εκλογής του και εξής, πρωταρχικό μέλημά του ήταν η πνευματική ανάπτυξη των Ελλήνων της Κύπρου. Ο ίδιος προσωπικά ίδρυσε, το 1859, το πρώτο παρθεναγωγείο, ενώ τον ίδιο χρόνο προχώρησε στην αναδιοργάνωση και ενίσχυση της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας.

 

Επιστράτευσε επίσης όλους τους ιεράρχες και τα μοναστήρια της Κύπρου για εργασία και εισφορές υπέρ της εκπαιδεύσεως και υπέρ της παροχής υποτροφιών. Υπέρ ενισχύσεως της παιδείας στην Κύπρο, ο αρχιεπίσκοπος απέστειλε και εκκλήσεις σε πολλά μέρη εκτός Κύπρου, ιδίως σε μέρη όπου υπηρετούσαν Κύπριοι την καταγωγή ιεράρχες. Αρκετοί ανταποκρίθηκαν κι έστειλαν χρηματική βοήθεια, όπως οι Κύπριοι Ιωαννίκιος (της μονής Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος), Μελέτιος (επίσκοπος Πέτρας), Φιλήμων (επίσκοπος Γάζης) κ.α.

 

Μεταξύ εκείνων που ευεργετήθηκαν με υποτροφίες από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, και προσέφεραν αργότερα πολλές υπηρεσίες στον τόπο, ήσαν ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος και ο μετέπειτα επίσκοπος Κιτίου Κυπριανός.

 

Την πρόοδο της εκπαίδευσης στην πρωτεύουσα παρακολουθούσε στενότατα και συνεχώς ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος, ενώ γενικότερα για την Κύπρο, όπως γράφει ο Φ. Γεωργίου (Εἰδήσεις Ἱστορικαί περί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, Αθήνα, 1870, σ. 131), ὁ Μακάριος Α΄ διήγειρε τήν φιλοτιμίαν καί τόν πρός τήν παιδείαν ζῆλον πολλῶν εἰς τάς κώμας καί ἐν τοῖς χωρίοις, οἳτινες συνέστησαν αὐτόθι πολλά ἀλληλοδιδακτικά...

 

Πράγματι, η ίδρυση για πρώτη φορά σχολείων σε πολλά μέρη της Κύπρου, οφείλεται στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Α΄. Σώζονται μάλιστα επιστολές του προς τους κατοίκους χωριών (όπως την Αθηένου) με τις οποίες τους καλούσε να ιδρύσουν σχολεία.

 

Η ίδρυση και λειτουργία σχολείων (έστω και εντελώς ανεπαρκών) σε μια εποχή που χαρακτηριζόταν από σχεδόν πλήρη και καθολική αγραμματοσύνη και άγνοια, αποτελούσε ένα δύσκολο έργο, όχι μόνο κοινωνικής αλλά και εθνικής αξίας.

 

Ο Μακάριος Α΄ συνδεόταν στενά με τον γιατρό και προξενικό πράκτορα της Γαλλίας Αδόλφο Λαφφών, πατέρα του φιλέλληνα Γουσταύου Λαφφών, που κάποτε μάλιστα τον είχε θεραπεύσει. Ο αρχιεπίσκοπος όμως δεν απέφυγε τον θάνατο από επιδημία χολέρας που είχε ενσκήψει στην πρωτεύουσα το καλοκαίρι του 1865. Αρνούμενος να φύγει από τη Λευκωσία, ο αρχιεπίσκοπος παρέμεινε ανάμεσα στον λαό της πόλης που αποδεκατιζόταν. Αποτέλεσμα ήταν να προσβληθεί και ο ίδιος από την ασθένεια και να πεθάνει στις 4 Αυγούστου του 1865. Ετάφη στην Παλλουριώτισσα.

 

 

Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ