Το παραδοσιακό μηχάνημα με το οποίο πιέζονται και συνθλίβονται τα σταφύλια που προορίζονται για κατασκευή κρασιού. Συνήθως ληνός λεγόταν και το οικοδόμημα μέσα στο οποίο βρισκόταν εγκατεστημένο το μηχάνημα αυτό ή ο χώρος όπου γινόταν η σύνθλιψη των σταφυλιών με πάτημα στη δάνη*. Η λέξη, που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα στην Κύπρο, είναι αρχαία ελληνική. Μάλιστα στην αρχαία Ελλάδα ο θεός του κρασιού Διόνυσος, ως προστάτης του ληνού, έφερε το επίθετο Ληναίος. Το επίθετο αυτό έφερε στην αρχαία Κύπρο ο θεός της βλαστήσεως Απόλλων (δες αμέσως προηγούμενο λήμμα). Εξάλλου στην αρχαία Ελλάδα Ληναί ή και Λήναι λέγονταν οι Μαινάδες της συνοδείας του Διονύσου, απ' όπου και η γιορτή Λήναια.
Από τη λέξη ληνός παράγονται και άλλες λέξεις, όπως ληνομίστιν (το), δηλαδή το αντίτιμο σε χρήματα ή σε είδος από τη μίσθωση του ληνού, ληνοχός (ο), δηλαδή ο έχων τον ληνόν, ο ιδιοκτήτης ή εκείνος που τον χειρίζεται, κλπ. Επίσης ένα κυπριακό χωριό ονομάζεται Ληνού (η), από τη λέξη ληνός, σύμφωνα προς μία εκδοχή (ενώ γράφεται και Λινού*).
Σήμερα σώζονται σε διάφορα μέρη της Κύπρου αρκετοί ληνοί, που βέβαια δεν χρησιμοποιούνται πλέον, αφού τα κρασιά κατασκευάζονται από τις σύγχρονες οινοβιομηχανίες. Μερικοί από τους ληνούς αυτούς είναι διατηρητέα μνημεία, όπως ο γνωστός ληνός στο χωριό Όμοδος, ένας δεύτερος στο χωριό Λάνια, ο ληνός στην Κακοπετριά κ.ά.