Η Κύπρος είναι μια από τις παλαιότερες χώρες παραγωγής κρασιού. Η καλλιέργεια του αμπελιού και η παραγωγή κρασιού ήταν γνωστή στο νησί από τα πανάρχαια χρόνια, γεγονός που αποδεικνύεται από διάφορες επιγραφικές μαρτυρίες της Κυπροκλασικής εποχής και από αναφορές γεωγράφων, ποιητών, πεζογράφων και φιλοσόφων της Αρχαιότητας. Επίσης στις αναφορές τους πολλοί περιηγητές που επισκέφθηκαν το νησί σε διάφορες εποχές περιγράφουν επαινετικά τα κρασιά της Κύπρου. Τη μεγάλη οικονομική και κοινωνική σπουδαιότητα των κρασιών για την Κύπρο, καθόλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της, μαρτυρούν μύθοι, παραδόσεις και αρχαιολογικά ευρήματα.
Ο γεωγράφος Στράβων χαρακτηρίζει την Κύπρο εὔοινον και ο Πλίνιος θεωρεί το κυπριακό κρασί ανώτερο από οποιοδήποτε άλλο. Ο επίσκοπος Πτολεμαΐδος Συνέσιος ο Κυρηναίος, μιλώντας για το κυπριακό κρασί, το χαρακτηρίζει λεπτότατον. Επίσης σ' ένα επίγραμμα της «Παλατινής Ανθολογίας» το κυπριακό κρασί συγκρίνεται με το νάμα της Θείας Ευχαριστίας, κύπριον νάμα, δηλαδή κρασί με το οποίο γίνεται η θεία κοινωνία. Σε νομίσματα, εξάλλου, του 3ου π.Χ. αιώνα, που βρέθηκαν σε ανασκαφές στην Πάφο, παρουσιάζονται παραστάσεις με αμπέλια, που υποδηλώνουν τη σημασία του κρασιού για την Κύπρο.
Η λατρεία του Διόνυσου, θεού του κρασιού, και η ιδιαίτερη αγάπη των Κυπρίων για το κρασί, μαρτυρείται και από άλλες πηγές. Τέτοιες είναι η επιγραφή σε αρχαίο κύλικα από την πόλη Μάριον, που προτρέπει χαρακτηριστικά χαῖρε καί πίει εὖ και οι θαυμάσιες παραστάσεις με σκηνές τρυγητού και επιγραφές ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΟΙΝΟΝ ΠΙΟΝΤΕΣ, που αναφέρονται στην παραγωγή κρασιού στα περίφημα μωσαϊκά του «Οίκου του Διόνυσου» στην Κάτω Πάφο.
Παρά το γεγονός ότι ελάχιστες πληροφορίες έχουμε για τα κρασιά της Κύπρου μετά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, είναι βέβαιο ότι το κρασί της Κύπρου εξακολουθεί να είναι και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους αξιόλογο και προσοδοφόρο αγαθό της κυπριακής γης. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το 1194 ο άγιος Νεόφυτος, στην επιστολή του Περί τῶν κατά χώραν Κύπρον σκαιῶν, αναφέρει πως μεταξύ του πλούτου που οι κάτοικοι του νησιού αναγκάστηκαν να λησμονήσουν και με πολλή σπουδή να φύγουν κρυφά σε ξένες χώρες και στην Κωνσταντινούπολη, εκτός από τα μεγάλα κοπάδια, τις αγέλες των βοδιών και των ίππων και κάθε είδους βοσκήματα, τους σιτοφόρους αγρούς και τα διάφορα περιβόλια τους, ήσαν και τ' αμπέλια φορτωμένα με καρπό. Άλλη απόδειξη είναι η μαρτυρία ότι μετά την κατάληψη του νησιού από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο οι ιππότες του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ υιοθέτησαν το παραδοσιακό κόκκινο γλυκό κρασί της Κύπρου, στο οποίο δόθηκε το όνομα κουμανταρία.
Από την περίοδο της Φραγκοκρατίας και μετά οι αναφορές στα κυπριακά κρασιά είναι άφθονες και πολύ ενδιαφέρουσες. Στα εξαίρετα κρασιά της Κύπρου αναφέρονται σχεδόν όλοι οι ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν την Κύπρο από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα, τονίζοντας ιδιαίτερα την ισχύ, την παλαιότητα, την αφθονία, τη γλυκύτητα και τη φθήνια τους.
Ο περιηγητής W. von Oldenburg, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1211, αναφέρει πως το νησί είναι πολύ εύφορο και ότι παράγει εξαίρετο κρασί. Τα κρασιά της Κύπρου — συνεχίζει — είναι τόσο δυνατά και πλούσια, έτσι που μερικές φορές παρασκευάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να τρώγονται όπως το μέλι με το ψωμί. Ο ίδιος περιηγητής αναφέρει ακόμη πως κοντά στη Λεμεσό υπάρχουν οι αμπελώνες του Εγκαδί και ότι τα κρασιά της περιοχής είναι γλυκά και εξαίρετα.
Ο περιηγητής W. von Boldensele που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1333 αναφέρεται στα εκλεκτά κρασιά και στους αμπελώνες που βρίσκονται κοντά στη Λεμεσό και τους οποίους οι κάτοικοι της περιοχής αποκαλούν Εγκαδία (Engaddia). Στους αμπελώνες της Εγκαδί, για τους οποίους λέει ότι βρίσκονται στην Πάφο, αναφέρεται και ο περιηγητής L. von Suchen που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1350. Ο ίδιος περιηγητής αναφέρει ότι το κυπριακό κρασί παράγεται στις ορεινές περιοχές και είναι εξαιρετικό. Αυτό τοποθετείται μέσα σε πήλινα πιθάρια όπου παραμένει για 4, 6 ή 9 χρόνια, με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται το έντονο κόκκινο χρώμα του. Με την πάροδο του χρόνου το κρασί αυτό γίνεται ακόμη πιο ισχυρό, έτσι που οι άνθρωποι το πίνουν σμίγοντας το με νερό σε αναλογία ένα μέρος κρασί και εννέα νερό. Την πληροφορία ότι το κρασί αναμειγνυόταν με νερό τη βρίσκουμε και σε άλλους περιηγητές (de Verona, van Bruyn) με τη διαφορά ότι αυτοί αναφέρουν πως η αναλογία του νερού προς το κρασί ήταν μικρότερη, τέσσερα και δύο προς ένα αντιστοίχως. Ο Suchen αναφέρει ότι αν συνέβαινε κάποιος να πιει ολόκληρο κάδο, αυτός δεν θα μεθούσε (προφανώς γιατί το κρασί ήταν γνήσιο), αλλά θα έκαιε και θα κατέστρεφε τα σωθικά του.
Ο Ιταλός περιηγητής Τ. Porcacchi, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1576, αναφέρει ότι τα κυπριακά κρασιά είναι γλυκύτατα και υγιεινά. Όσο αυτά παλαιώνονται αλλοιώνεται το χρώμα τους και γίνονται από μαύρα άσπρα, είναι μυρωδάτα και έχουν ευχάριστη γεύση. Υπάρχουν κρασιά 80 ετών ή και παλαιότερα. Το γεγονός ότι τα κρασιά στην Κύπρο συνηθιζόταν να παλαιώνονται αναφέρεται και από άλλους ξένους περιηγητές. Ο Δανός περιηγητής C. van Bruyn, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1683 αναφέρει ότι τα κρασιά αποτελούν ένα από τα κυριότερα προϊόντα του νησιού. Τα χαρακτηρίζει ως εξαιρετικά και σημειώνει ότι στο νησί ήπιε κρασί που ήταν ηλικίας 30 και πλέον χρόνων: αυτό είχε ευχάριστη γεύση και ωραίο χρώμα. Μας πληροφορεί ακόμη ότι υπήρχαν και κρασιά ηλικίας μέχρι και 100 χρόνων και πως τέτοια κρασιά δωρίζονταν από τους γονείς στα παιδιά τους όταν αυτά παντρεύονταν. Υπήρχαν δυο ειδών κρασιά, το κόκκινο και το άσπρο. Ήσαν και τα δυο εξαιρετικά, αλλά τόσο δυνατά που συνήθως ήταν ανάγκη να αναμειγνύονται με διπλάσιες ποσότητες νερού. Πουθενά δεν συνάντησε πιο δυνατό κρασί από το κυπριακό, λέγει.
Ξακουστό σε Ανατολή και Ευρώπη: Το κυπριακό κρασί ήταν πολύ ξακουστό και περιζήτητο σ' ολόκληρη την Ανατολή και την Ευρώπη. Οι Βενετοί το εισήγαν σε μεγάλες ποσότητες από την περίοδο της Βενετοκρατίας. Κυπριακό κρασί εισήγαν και οι Ραγουζαίοι. Στη Ραγούζα (σημερινό Ντουμπρόβνικ) το κρασί της Κύπρου εξετιμάτο πάρα πολύ, πράγμα που φαίνεται και από μια απόφαση που ελήφθη από τη Γερουσία της Δημοκρατίας της Ραγούζας στις 26 Φεβρουαρίου του 1765 και επιβεβαιώθηκε στις 5 Μαρτίου του ιδίου έτους. Σύμφωνα μ' αυτήν, η Γερουσία αποφάσισε να στείλει στην πόλη Cavtat (Ragusa Vecchia) ένα γερουσιαστή με τριάντα στρατιώτες από το Brgat και ένα αξιωματικό. Αυτοί είχαν εντολή να παραμείνουν εκεί δέκα ημέρες και να ερευνήσουν όλες τις οικίες για να διαπιστώσουν αν οι κάτοικοι της πόλης είχαν στην κατοχή τους εισαγόμενο κρασί. Η αποστολή είχε ρητή διαταγή σε περίπτωση που θα έβρισκε ξένο κρασί να το χύσει, εκτός εάν το κρασί αυτό ήταν κυπριακό. Με την ίδια απόφαση η αμοιβή των μελών της αποστολής καθορίστηκε σ’ ένα υπέρπυρο για την ημέρα για κάθε στρατιώτη και είκοσι γρόσια για τον αξιωματικό.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια