Έτσι λέγεται στην Κύπρο η δέσμη των καρπών του σιταριού και του κριθαριού όπως βρίσκεται πάνω στο φυτό.
Κουτσούλλα (και κούτσουλλος σε γένος αρσενικό και κουτσούλλιν σε γένος ουδέτερο), λέγεται και κάθε τι -αντικείμενο, ζώο ή και άνθρωπος- που του έχουν αποκοπεί τα άκρα. Ένα αγγείο, για παράδειγμα, που του έχει αποκοπεί ο λαιμός ή το χερούλι, λέγεται ανάλογα κουτσούλλιν ή κούτσουλλος ή κουτσούλλα. Ή μια αίγα που της έχει αποκοπεί ένα κέρατο, λέγεται κουτσούλλα. Η λέξη, και στα τρία γένη, αποτελεί επίσης το πρώτο συνθετικό πολλών άλλων λέξεων που χαρακτηρίζουν σπασμένα ή γδαρμένα αντικείμενα ή ακρωτηριασμένα άτομα και ζώα, όπως για παράδειγμα κουτσουλλοπίθαρον (=πιθάρι με σπασμένα χείλη), κουτσουλλομάσ'αιρον (=μαχαίρι με φθαρμένη τη λάμα), κουτσουλλόποτος (=πότης - λαγήνι - με σπασμένο χερούλι), κουτσουλλόφτας (άνθρωπος με κομμένο αφτί που σε πιο σύντομο τύπο λέγεται κουτσόφτας) κλπ.
Επίσης η λέξη δίνει και το ρήμα κουτσουλλίζω, που σημαίνει κόβω ή κλαδεύω τα άνω άκρα (λ.χ. κουτσουλλίζω το αμπέλιν).