Ονομαστός ιερομόναχος, ο οποίος υπηρέτησε για 30 συνεχή χρόνια στην κοινότητα Τράχωνα. Γεννήθηκε το 1862 στην ενορία Αγίου Λουκά Λευκωσίας και το 1880 εκάρη μοναχός στο μοναστήρι του Αγίου Ιακώβου του Πέρση, που ευρίσκεται επίσης στην Λευκωσία. Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1896 ως υποτακτικός ενός Αγιορείτη ιερομόναχου που υπηρετούσε στον ναό. Μετά τον θάνατο του τελευταίου, ο Καλλίστρατος ασκήτευσε για μικρά χρονικά διαστήματα στην Αγία Παρασκευή Λευκωσίας, στον Άγιο Γεώργιο της Αθαλάσσας και στον Άγιο Γεώργιο τον Κοντό στη Λάρνακα. Τελικά, το 1905, με προτροπή του τότε μητροπολίτη Κιτίου Κυρίλλου Β' (1893-1909) χειροτονήθηκε ιερομόναχος και εγκαταστάθηκε στον Τράχωνα.
Ο παπά Καλλίστρατος έζησε μέχρι τον θάνατό του σε ένα μικρό δωμάτιο στην αυλή της εκκλησίας της Παναγίας. Υπήρξε ακτήμονας, ελεήμονας και ασκητικότατος. Λέγεται ότι ουδέποτε μαγείρεψε, αλλά ότι έτρωγε πάντοτε πρόχειρα και πολύ λίγο. Συνήθιζε να ξενυκτά στον ναό, όπου προσευχόταν διαρκώς. Για λόγους άσκησης ήταν ζωσμένος από νεανικής ηλικίας με σχοινί και αργότερα με αλυσίδες. Ο παπά Καλλίστρατος υπήρξε πνευματικός πολλών κατοίκων της Λευκωσίας, οι οποίοι τον επισκέπτονταν συχνά, με αποτέλεσμα ο χώρος γύρω από την εκκλησία της Παναγίας να είναι πάντοτε γεμάτος από πιστούς που ήθελαν να εξομολογηθούν ή να συζητήσουν μαζί του. Πέθανε στις 9 Ιουλίου 1934.