«Θρήνος της Κύπρου»

Image

Με τον τίτλο Θρῆνος τῆς Κύπρου ο Σίμος Μενάρδος δημοσίευσε το 1901 (Δελτίον Ἱστορικῆς καί Ἐθνολογικῆςταιρείας της Ἑλλάδος, τόμ. Στ', 1901, σσ. 403 - 423) μεγάλο τμήμα αφηγηματικού ποιήματος, το οποίο στο πληρέστερο χειρόγραφο της Μητροπόλεως Κιτίου παραδίνεται με τον τίτλο: "Διήγησις εἰς τόν θρῆνον τοῦ αἰχμαλωτισμοῦ τῆς εὐλογημένης Κύπρου αφο'" [=1570]. Από το χειρόγραφο αυτό δημοσίευσε πρώτα ο μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς τα μέρη που έλειπαν από το χειρόγραφο του Μενάρδου (Κυπριακά Χρονικά, Λάρναξ, 1923, σσ. 3 - 7) και αργότερα ολόκληρο το ποίημα σε αντιβολή προς την έκδοση Μενάρδου (Κυπριακά Χρονικά, τόμ. Γ', 1925, σσ. 56-82). Νέα έκδοση από το ίδιο χειρόγραφο με αντιβολή προς την έκδοση Μενάρδου και Γλωσσάριον Μεν. Χριστοδούλου έκαμε ο Θεόδ. Παπαδόπουλλος (Κυπριακαί Σπουδαί. τόμ. ΜΔ', 1980, σσ. 1 - 78).

 

Το ποίημα αποτελείται από 906 δεκαπεντασύλλαβους στίχους ομοιοκατάληκτους κατά ζεύγη.

 

Θέμα του ποιήματος είναι η κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους το 1570 - 71. Η αφήγηση συγκεντρώνεται γύρω από τρία κύρια ιστορικά γεγονότα, την απόβαση των Τούρκων στη Λάρνακα και την επιχείρηση κατά των Λευκάρων, την πολιορκία και κατάληψη της Λευκωσίας (Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1570) και τη μακρά πολιορκία της Αμμοχώστου (1570 - 1571).

 

Το έργο έχει τον χαρακτήρα Θρήνου, ακολουθεί δηλαδή κατά το ύφος και το περιεχόμενο το γραμματειακό είδος που είναι γνωστό με το όνομα Θρήνοι. Το είδος αυτό διαμορφώθηκε στα ύστερα βυζαντινά και στα μεταβυζαντινά χρόνια, όταν οι Οθωμανοί Τούρκοι καταλάμβαναν τη μια μετά την άλλη τις Ελληνικές χώρες, νικώντας είτε τους Βυζαντινούς είτε τους Φράγκους. Οι περισσότεροι Θρήνοι γράφτηκαν για την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Υπάρχουν όμως Θρήνοι και για άλλες ελληνικές ή χριστιανικές χώρες: Θρῆνος τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων, Θρῆνος τῶν Ἀθηνῶν, Πολιορκία τῆς Μάλτας, Θρῆνος τῆς Κύπρου, κ.α. Το θέμα της αλώσεως των Ελληνικών χωρών από τους Τούρκους παρουσιάζεται και στη δημοτική ποίηση αλλά εδώ το αφηγηματικό στοιχείο είναι πολύ περιορισμένο. Στα δημοτικά τραγούδια κυρίαρχο είναι το λυρικό στοιχείο (δες ΑκαδημίαςΑθηνών, Ἑλληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τόμ. Α', ἐν Ἀθήναις, 1962, σσ. 122-138).

 

Η Διήγησις εἰς τόν Θρῆνον τοῦ αἰχμαλωτισμοῦ τῆς εὐλογημένης Κύπρου αρχίζει με ένα σύντομο προοίμιο που εισάγει το κύριο θέμα του ποιήματος (στ. 1 - 4). (Οι παραπομπές κατά την έκδοση Θ. Παπαδοπούλλου):

 

'Ποῦ θθε ννά δῇ νά λυπηθῆ νά κλάψῃ νά θρηνήσῃ 

τῆς Κύπρου τούς παραδαρμούς ἄς ἔλθη ν' ἀγροικήσῃ.

Ὁ Τοῦρκος, σάν ἐκάθετον στήν Πόλιν στό σκαμνίν του

τῆς Κύπρου ἐνθυμήθηκεν κι εἶπεν πώς ἔν δική του.

 

Το ποίημα μπορεί να χωρισθεί σε τέσσερα μεγάλα μέρη:

 

 

1. Μέρος Α', στ. 5 - 160: Προπαρασκευαστικές ενέργειες των Τούρκων για κατάληψη της Κύπρου.

 

2. Μέρος Β’ , στ. 161 - 238: Απόβαση των Τούρκων στην Λάρνακα, επιχείρηση στα Λεύκαρα, σφαγές και παθήματα των κατοίκων.

 

3. Μέρος Γ', στ. 239 - 626: Πολιορκία, άλωση και καταστροφή της Λευκωσίας, σφαγές και αιχμαλωσία των κατοίκων.

 

4. Μέρος Δ', στ. 627 -906: Μακρά πολιορκία της Αμμοχώστου ηρωική αντίσταση των υπερασπιστών, αποκάλυψη του θελήματος της Παναγίας, να παραδοθεί η πόλη, νά μήν τήν πάρουν μέ σπαθί, νἄστε καταλυμένοι (στ. 888).

 

Το ποίημα τελειώνει με την περιγραφή της ταραχής που δημιούργησε ανάμεσα στους άρχοντες η ιδέα της παραδόσεως της πόλεως (στ. 903 - 906). Το χειρόγραφο της Μητροπόλεως Κιτίου, γραμμένο πριν από το 1700, δεν μας παραδίνει ολοκληρωμένο το ποίημα είτε γιατί δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει ο ποιητής είτε γιατί λείπουν φύλλα από το χειρόγραφο.

 

Ο ποιητής παραμένει άγνωστος και ανώνυμος όπως και οι περισσότεροι στιχουργοί των Θρήνων. Ότι είναι Κύπριος Έλληνας Ορθόδοξος μαρτυρείται σαφώς σε πολλά μέρη του ποιήματος (στ. 171 κ.ε., 430 κ:ε., και αλλαχού). Κατά την πολιορκία και άλωση της Λευκωσίας έχασε δυο βαπτιστικά, την Τάρσια και τον Γαβριήλ, που αιχμαλωτίστηκαν με χιλιάδες άλλα από τους Τούρκους (στ. 521 - 626).

 

Ο ποιητής είναι αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, τόσο στη Λευκωσία όσο και στην Αμμόχωστο, και καταγράφει ό,τι παρατηρεί και αντιλαμβάνεται. Είναι παρών όταν αρχίζει ο κανονιοβολισμός της Λευκωσίας (στ. 343 - 346):

 

Πρώτην μπατάγιαν ἀκτυποῦν, καμπόσοι σκοτωθήκαν,

ἐγώ τοῦτα ἐσκόπουν τα κι εἶχα μεγάλην πρίκαν

κρυφίως και μετά σπουδῆς ἔβαλά το εἰς γράμμαν,

νά στέκεται παντοτινά, νά φαίνεται τό πρᾶγμα.

 

Παρακολουθεί και καταγράφει επίσης την εξόρμηση των Τούρκων από τη Λευκωσία εναντίον της Αμμοχώστου (στ. 633-638):

 

Ἀπό τήν Χώραν ἔβγηκεν ὁ Τοῦρκος πά' κεῖ κάτω

μέ ὅλην τήν ἀρμάδαν του καί μ' ὅλον τό φουσᾶτον.

Τ' ἀμμάτια μου θωροῦσαν το καλά κι ἐστίμνιασά το,

ἀντάμα τους εὑρίσκουμουν κι ἐκαταστίχωννά το.

Θεοῦ ἦτον συγχώρησις, ὅλοι σας ξεύρετέ το,

ψέμαν τίποτες δέν γράφω, ὅλοι πιστεύσετέ το.

 

Σε άλλο σημείο (στ. 495 - 497) ο ποιητής αναφέρει ότι είχε γράψει και άλλο ποίημα στο οποίο είχε καταγράψει κάποιο θαύμα που είχε γίνει στον καιρό του και το είχε δει με τα μάτια του.

 

Από τις μαρτυρίες αυτές και από τα έντονα συναισθήματα που κυριαρχούν στο ποίημα, είναι φανερό ότι ο άγνωστος στιχουργός είχε συνθέσει το έργο του με ζωντανές μέσα του τις παραστάσεις και τις τραγικές εμπειρίες της κατάκτησης.

 

Ο Σίμος Μενάρδος βασιζόμενος στο περιεχόμενο του ποιήματος και σε σχετική μαρτυρία του Νεοφύτου Ροδινού εκφράζει την άποψη (Δελτίον τῆς Ἱστορ. καί  Ἐθνολ. Ἑταιρ. τῆς Ἑλλάδος, τόμ. Ζ', 1907, σσ. 64 - 68) ότι συνθέτης του έργου είναι ο Σολομών Ροδινός. Την άποψη αυτή υιοθετεί και ο Θεόδ. Παπαδόπουλλος (Κυπρ. Σπουδ., τόμ. ΜΔ', 1980, σσ. 11 - 12).

 

Στο ποίημα υπάρχει έντονο το θρησκευτικό στοιχείο. Στη σκέψη του στιχουργού λειτουργεί ακόμη η πεποίθηση ότι τα ιστορικά γεγονότα συμβαίνουν κατά τη θέληση ή παραχώρηση του Θεού. Ο συνθέτης αφηγείται θαύματα της Παναγίας, του Τιμίου Σταυρού, των αγίων εικόνων και άλλα. Οι Χριστιανοί, όταν βρίσκονται μπροστά στον κίνδυνο, καταφεύγουν στους ναούς και προσεύχονται στον Χριστό και την Παναγία. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της δέησης στη Φανερωμένη της Λευκωσίας όταν είχε φθάσει η είδηση ότι οι Τούρκοι είχαν αποβιβασθεί στη Λάρνακα (στ. 81 - 144). Κατά τον ποιητή, τα γεγονότα που ακολουθούν είναι δοκιμασία που έδωσε ο Θεός, γιατί οι Χριστιανοί είναι αμαρτωλοί και αμετανόητοι. Στην ικεσία της Παναγίας ο Θεός απαντά (στ. 122 - 130):

 

Δέν τούς ταιργάζει λύπησις, γιατ' ἔχουν κακά ἤθη·

καλά τό ξεύρω καί ἐγώ πώς εἶναι βαπτισμένοι,

ἀμμ' εἶναι 'μετανόητοι, πολλά κριματισμένοι.

Καλήν στράταν τούς ἔδειξα, γιά νά περιπατοῦσι

καί νά κρατοῦν τές ἐντολές νά μηδέν κολασθοῦσιν,

ἐκεῖνοι δέν ἠθέλησαν, τώρα ἄς πειρασθοῦσιν,

γιά νά ἰδοῦν τόν πειρασμόν, γιά νά ἐπιστραφοῦσιν.

Ἔτζι τούς ἀποφάσισα, ὅλοι νά παιδευθοῦσιν

μικροί, νέοι καί γέροντες, γιά νά καταλυθοῦσιν.

 

Η αξία του ποιήματος, όπως και όλων των ποιημάτων της κατηγορίας αυτής, δεν είναι λογοτεχνική. Είναι κυρίως φιλολογική, γλωσσική και ιστορική. Σκοπός του ποιητή είναι να απομνημονεύσει τα δραματικά γεγονότα, τα παθήματα, τα δεινά και τις συμφορές, να διεκτραγωδήσει τις τύχες των ανθρώπων και να θρηνήσει μαζί με τον λαό του για την τραγική μοίρα της πατρίδας του.

 

Γι’ αυτό περιγράφει αρκετά παραστατικά τα γεγονότα, τις πολεμικές επιχειρήσεις, τις καταστροφές, τις σφαγές, τις ομαδικές αντιδράσεις των ανθρώπων, τις περιπέτειες και τις τύχες αρχόντων και φτωχών, γυναικών και παιδιών, πολεμιστών και γερόντων.

 

Πολλές από τις περιγραφές και τις διηγήσεις του θυμίζουν κατά ένα τραγικό τρόπο τις συμφορές και τα παθήματα του λαού της Κύπρου κατά το μαύρο θέρος του 1974, όπως στο πιο κάτω απόσπασμα (στ. 231 - 238):

 

Ἔκαμαν τέκνα ὀρφανά καί χῆρες τές μητέρες,

αἵματα 'χύσαν ἄμετρα σέ κεῖνες τές ἡμέρες,

ἐχώρισαν ἀνδρόγυνα ὅπου 'ταν ἀρμοσμένα

κι ἔμειναν τά παιδάκια τους στόν κάμπονπλωμένα.

‘Σκότωσαν Χριστιανούς πολλούς μαζί μέ τά παιδιά τους,

στά ὄρη εἶν' τά ροῦχά τους, στούς κάμπους τά μαλλιά τους·

τά κόκκαλά τους βρίσκονται στά ὄρη σκορπισμένα,

εἰς τά χωριά πολλά κακά ἔχουσιν καμωμένα.

 

Το πιο κάτω απόσπασμα θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι Τούρκοι οδήγησαν το 1974 χιλιάδες ανθρώπους στην αιχμαλωσία, από την Κερύνεια αυτή τη φορά (στ. 501-514):

 

‘Ποῦ θε' ννά δῇ, νά λυπηθῇ, νά κλαύσῃ ἡ καρδιά του

ἄς πάγῃ νά περιδιαβῇ στοῦ Τούρκου τό φουσᾶτον.

Κοντά εἰς τήν Ἀμόχουστον ἐκείνην πού λαλοῦσιν,

νά δῇ τούς χριστιανούλλικους ἵντα τούς πολομοῦσιν

δέν τούς διοῦν ψωμίν νά φᾶν, οὔτε νερόν νά πγιοῦσιν,

οὔτε κρεβάτια ἔχουσιν ἐκεῖ ν' ἀναπαυθοῦσιν.

Στά κάτεργα τούς βάλλουσιν, ἐκεῖ νά τιμωροῦνται,

νά σύρνουν πάντα τό κουπίν καί νά μοιργολογοῦνται.

Μέ τές καΐνες στόν λαιμόν εἶναι σιδερωμένοι,

στήν Ρόδον πᾶσιν νηστικοί, στήν Πόλιν διψασμένοι,

στά μέρη τῆς Ἀνατολῆς ἀξάγκωνα δημμένοι,

ὁπού ν' ὅλοι ἀλύπητοι, μαῦροι, ἀραχνιασμένοι.

Ἀλίμονον εἰς τόν πτωχόν λαόν καί τόν ξενιτεμένον,

τόν πειρασμένον περισσά καί τόν μαρτυρημένον.

 

Το ποίημα περιέχει πολλά στοιχεία που θυμίζουν την τεχνική των Κυπρίων ποιητάρηδων. Η διήγηση γίνεται κατά χρονολογική σειρά με παρεμβολές και παρεκβάσεις που μπορούν να έχουν συναισθηματική ανταπόκριση στο ακροατήριο. Το έργο απευθύνεται προς ακροατές και όχι αναγνώστες. Περιλαμβάνει εξάλλου γλωσσικά στερεότυπα συνήθη στους νεότερους ποιητάρηδες: πρόσκληση στους ακροατές ν' ἀγροικήσουν, επίκληση προσωπικής μαρτυρίας για να πεισθούν οι ακροατές, άμεση παρότρυνση των ακροατών να πιστέψουν τον ποιητή και βεβαίωση ότι δεν ψεύδεται. Από αυτή την άποψη το έργο αποτελεί ένα σύνδεσμο, ένα διάμεσο ανάμεσα στους νεότερους ποιητάρηδες και την ποιητική παράδοση των ύστερων βυζαντινών και των μεταβυζαντινών χρόνων.

 

Ν.Σ. ΣΠΑΝΟΣ

Φώτο Γκάλερι

Image