Σε παλαιότερες εποχές, όταν δεν είχε εισαχθεί ακόμη η θεριστική μηχανή, σε όλες τις περιοχές της Κύπρου ο θερισμός των σπαρτών γινόταν με τους θεριστές. Κάποτε θέριζαν και προσαντίσικα, δηλαδή οι οικογένειες βοηθούσαν η μια την άλλη. Κατά την εποχή του θερισμού πολλοί θεριστές, κυρίως από την Πάφο, μαζεύονταν στη Λευκωσία όπου έρχονταν κάθε Κυριακή από τη Μεσαορία ιδιοκτήτες χωραφιών και τους μίσθωναν.
Ο θερισμός γινόταν με τα δρεπάνια (αλλού τα λένε φασούλες ή φασούλια). Τα δρεπάνια που εχρησιμοποιούντο από τους άντρες θεριστές είχαν στη λαβή κλώσια (λεπτές λωρίδες δέρματος). Πάνω στη λαβή έδεναν κάποτε μικρά κουδούνια ή τοποθετούσαν ένα καθρεφτάκι.
Ο καλύτερος θεριστής είχε την πρώτη θέση στη σειρά και λεγόταν πρωταρκάτης. Αυτός έκοβκεν αντάτζ'ιν, δηλαδή χάραζε γραμμή και χώριζε ένα κομμάτι, το οποίο έπρεπε να θερίσουν. Δίπλα του στεκόταν ο κιαγιάς και στο τέλος της σειράς ο ραάρης ή λαάρης (ουραδάρης, κατά παρετυμολογία). Αν κάποιος θεριστής άφηνε γραμμή αθέριστη - συνήθως ο ραάρης - οι άλλοι έκαμναν κυκλοτερή κίνηση για να τον βοηθήσουν, οπότε δινόταν αφορμή για αστεϊσμούς. Μεταξύ άλλων έλεγαν πειρακτικά τραγούδια, όπως:
Του πρωταρκάτη πρέπει του
μια όρνιθα κουντούρα
τζ’αι του λαάρη πρέπει του
ανέμπατη κουλλούρα.
Τους άντρες θεριστές ακολουθούσαν γυναίκες, οι αγκαλιαρκές, που μάζευαν τις κομμένες δέσμες των σιτηρών και σχημάτιζαν δεμάτια.
Σε μερικά χωριά (Ακανθού κ.α.) γινόταν το λεγόμενο πάτημαν, κατά το οποίο ο πρωταρκάτης και ένας καλοφωνάρης θεριστής με το τραγούδι του έδιναν τον τόνο ρυθμικής εργασίας θερισμού.
Ένα δρώμενο του θερισμού ήταν ο λαγός και ο κυνηγός, κατά το οποίο τον λαγό υποδυόταν ένας ελαφρύς θεριστής και τον κυνηγό ένας βαρύς (Λιοπέτρι, Αυγόρου). Ο «λαγός», θερίζοντας με γρήγορες κινήσεις, προσπαθούσε να κάνει τον «κυνηγό» να χάσει τα ίχνη του. Όταν τελικά ο «κυνηγός» έφθανε, θερίζοντας κι αυτός, τον «λαγό» και τον «σκότωνε» με βόλια - στάχυα, το παιγνίδι εθεωρείτο ληγμένο κι ο «κυνηγός» μαζί με τον αναστημένο «λαγό» αναλάμβαναν να θερίσουν όσο σιτάρι είχαν περικυκλώσει με τις κινήσεις τους στη διάρκεια του παιγνιδιού. Το δρώμενο αυτό, που συναντούμε και σε λαούς της Ευρώπης (Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία, Ολλανδία), υποδηλώνει πίστη του λαού ότι το πνεύμα του σιταριού επιφαίνεται με μορφή λαγού ή διαφόρων άλλων ζώων και οι θεριστές προσπαθούν εικονικά να το συλλάβουν, προς εξασφάλιση της επόμενης σοδειάς.
Κατά το τέλος του θερισμού επικρατεί το εξής έθιμο: Ένα μέρος των σιτηρών (σε τετράγωνο σχήμα στην Πάφο, στρογγυλό στο Ριζοκάρπασο) αφήνεται αθέριστο. Σηκώνουν τότε οι θεριστές τον οικοδεσπότη στα χέρια τους (σε μερικά μέρη κρατούν τα δρεπάνια πάνω από τα κεφάλια τους) και ζητούν να τους κάμει τα ποθέρκα, δηλαδή να τους ορίσει φαγητά που θα τους προσφέρει με τη λήξη του θερισμού. Στην Πάφο (Γιόλου) και στο Ριζοκάρπασο το αθέριστο μέρος το λένε μηλιά. Βάζουν τον οικοδεσπότη να καθήσει στη μέση και οι θεριστές ενώ θερίζουν τραγουδούν:
Γύρου-γύρου της μηλιάς
κόβκω μήλα τζ'αι κλωνιά,
κόβκω μήλα κότ 'σινα
τζ'αι νακκουρίν γλυκόξινα.
Ο Γληόρης εγληόραν
τζ'ι'ο Μελέτης εμελέταν.
Του Μελέτη την γεναίκαν
ο Γληόρης την επήρεν.
Γύρου-τριύρου της μηλιάς, οχόι,
τζ'αι πάλε ξανατριυρίζω
να κόψω μήλα τζ'αι κλωνιά
τζ'αι πάλε ξανατριυρίζω
τζ'αι κόβκω μήλα όξινα
τζ'αι νακκουρίν γλυκόξινα.
Ο οικοδεσπότης υπόσχεται δείπνο με κότες, κρασί, πίττες (μιλλόπιττες ή πισ'ίες) κλπ., οπότε τον αφήνουν ελεύθερο. Μετά αρχίζουν να σχηματίζουν σ'ερβόλια (χερόβολα) με στάχυα από το αθέριστο μέρος που αφήνεται σε σχήμα σταυρού. Με τα στάχυα αυτά πλέκουν τις λεγόμενες ψαθαρκές ή σταυρούς. Το σταυρό τον στήνουν πάνω στη μεγάλη θεμωνιά (σωρό από δεμάτια) στο αλώνι, και κατά το αλώνισμα των τελευταίων στάχεων το πετούν μέσα στο αλώνι (Πάφος). Την ψαθαρκάν την φυλάνε στο σπίτι. Σ’ ένα χωριό της Πάφου, την Κρήτου Μαρόττου, την παίρνουν κατά τον εσπερινό της Πρωτοχρονιάς στην εκκλησία και αφού ευλογηθεί την τρίβουν με τα χέρια τους, αναμειγνύοντας το σιτάρι που παίρνουν από αυτήν με τα κόλλυβα. Το μείγμα το ρίχνουν κατά το βράδυ της Πρωτοχρονιάς στα βόδια τους, τα οποία, όπως πιστεύουν οι αγρότες, εκείνο το βράδυ μιλούν μεταξύ τους και λένε: φάε να φάμεν που τους κόπους μας. Σε άλλα μέρη όταν τελειώσουν το αλώνισμα κοπανίζουν ξεχωριστά τα στάχυα των ψαθαρκών ή των σταυρών και φυλάνε το σιτάρι μέχρι τη γιορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) ή κατά τη γιορτή του αγίου Γεωργίου του Σπόρου (3 Νοεμβρίου). Το σιτάρι αυτό αναμειγνύεται με τους άλλους σπόρους για να ευλογηθεί η επόμενη σοδειά.
Στην Ακανθού πετούσαν ψηλά το τελευταίο χερόβολο των στάχεων του σιταριού και έλεγαν:
Σ'ίλια μόδκια τζ'αι το τρίτον χώρκα.
Στην Κώμα του Γιαλού έφτιαχναν ένα δεμάτι από το κέντρο των τελευταίων στάχεων και το τοποθετούσαν στη μέση. Εκεί καθόταν ο ιδιοκτήτης και οι θεριστές τραγουδούσαν το τραγούδι του θέρους, δηλαδή τον πραματευτήν και φρόντιζαν ώστε με το τέλος του τραγουδιού να συμπληρωθεί και ο θερισμός.
Στην Επτακώμη άφηναν πολύ μικρό μέρος αθέριστο και ο θεριστής θέριζε ένα-ένα τα στάχυα λέγοντας:
Σ’ίλια μόδκια τζ'αι το τρίτον χώρκα
τζ'αι τους καλοήρους χώρκα
τζ'αι τους φτωχούς χώρκα
τζ'αι τους λιμπούρους χώρκα
τζ'αι όσοι έχουν κκισμέττιν να φάσιν.
Έπειτα σκορπούσε τα στάχυα και άρχιζε το τάξιμο της ευωχίας.
Στη Δερύνεια τα τελευταία στάχυα τα άφηναν για τα πουλιά, για να μείνει η ευλογία στο χωράφι.
Οταν οι θεριστές τελειώσουν το θέρισμα όλου του τετραγώνου, επιστρέφουν στο σπίτι του νοικοκύρη όπου τους περιμένει η διασκέδαση.
Μετά το θέρος γίνεται το κουβάλημα των μικρών θεμωνιών στο αλώνι, συνήθως με τα γαϊδούρια. Στη Μεσαορία το κουβάλημα των δεματιών γινόταν με τις καρρέττες (ξύλινα αμάξια) που τις έσυραν βόδια. Οι σειρές των δεματιών πάνω στην καρρέτταν λέγονταν όρτινοι.