Το όνομα παρουσιάζεται και με τους τύπους Διαφύλακτος και Θκιαφύλακτος.
Ήρωας των ακριτικών τραγουδιών που πρωταγωνιστεί είτε μόνο με τον αδελφό του Αλιάντρη* είτε και με τον δεύτερο αδελφό του Μανώλη* στον «Κύκλο των τριών αδελφών». Στον κύκλο αυτό ανήκουν τα ακόλουθα κυπριακά ακριτικά τραγούδια:
1. Ἄσμα Θεοφυλάκτου (Σακελλαρίου Β', 1891, σσ. 12-14).
2. Ἄσμα τῶν τριῶν ἀδελφῶν Διαφυλάκτου ἤ Θεοφυλάκτου, Αλιάντρη και
Μανώλη (ό.π.π. σσ 17 20).
3. Ὁ Θκιαφύλακτος (Αλέξ. Ελευθεριάδης, Κυπρ. Σπ. ΛΖ', 1973, σσ. 27-30).
4. Τοῦ Μωροῦ (Π. Ξιούτας, Ἀπό τά τραγούδια μας, Λευκωσία, 1938, σσ. 57
-61).
Στο τελευταίο αυτό ποίημα δεν αναφέρεται ονομαστικά ο Θεοφύλακτος. Πρωταγωνιστής είναι το μωρόν και τα δυο αδέλφια του, τα οποία ονομάζονται προς το τέλος του ποιήματος με τα ονόματα Μαλοής και Μαλωνάτζ’ιν (=Μανωλάκι). Το τραγούδι αυτό παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τα άλλα, γι' αυτό πρέπει να ενταχθεί στον ίδιο κύκλο.
Ο Θεοφύλακτος ως χαρακτήρας εκφράζει το υπεράνθρωπο πρότυπο των ακριτών όπως παρουσιάζεται στα κυπριακά ακριτικά. Έχει υπερφυσικές δυνάμεις, κάμνει υπεράνθρωπα κατορθώματα, κινείται σαν αστραπή με τον μαύρον του, εξολοθρεύει ολόκληρα φουσάτα Σαρακηνών, είναι σκληρός και αμείλικτος, βγαίνει αβλαβής από τους κινδύνους και τις περιπέτειες, ενώ ο Θεός συγκατανεύει στις ευχές και τις παρακλήσεις του.
Στην παραλλαγή που δημοσιεύει ο Αθ. Σακελλάριος με τίτλο «Ἄσμα Θεοφυλάκτου» (Τά Κυπριακά, τόμ. Β', 1891, σσ. 12-14) ο βασιλιάς Αλέξανδρος Αλεξανδροπολίτης κάλεσε σε τραπέζι οὗλον τ' ἀρκοντολόιν κι οὗλον τό φτωχολόιν. Πάνω στο τραπέζι ο βασιλέας τοῦτον τόν λόον λέει:
-Ποιός πάει πέρα στό Περόν στό μέγα σουλτανίκιν,
νά πάρῃ τοῦτο τό χαρτίν, νά φέρῃ ἀντιχάρτιν,
νά κάμῃ δίκαιον πόλεμον νά 'βκαγουδῇ στόν κόσμον.
(στ. 10)
Ο Θεοφύλακτος, που αντιλαμβάνεται ότι ο λόγος απευθύνεται στον ίδιο, ἀρκώθην κ' ἐθυμώθην, έδωσε κλοτσιά τῆς τάβλας κι ευρέθηκε στα πόδια του. Απευθύνεται στο βασιλιά με το στίχο οὗλα γιά μέναν τά λαλεῖς, οὗλα γιά 'μέ τά λέεις και προστάζει να του φέρουν τον μαύρον του τόν πετροκαταλύτην και τα όπλα του, σπαθί, κοντάρι και ματσούκι.
Ππηᾶ κ' ἐκααλλίκεψεν τόν πέρκαλλον τόν μαῦρον
κι ὧστε νά πῆ «ἔχετε γειάν» ἐπῆε σ’ίλια μίλια,
κι ὧστε νά ποῦσιν «στό καλόν» ἐπῆεν ἄλλα σ’ίλια.
Φτερνιστηρκά τοῦ μαύρου του καί μπαίνει στό φουσᾶτον
τές νάκρες νάκρες ἔπιαννε κι οι μέσες καταλυοῦνταν
τές μέσες μέσες ἔπιαννε κι οἱ νάκρες ἐλιαίναν.
Παλιώννει τρία μερόνυχτα, παλιώννει τρεῖς ἡμέρες,
ὁ μαῦρος τοῦ 'ποστάθηκε κι ἐκεῖνος ἐβαρύθη (στ. 21-28)
Αποκαμωμένος από την τριήμερη μάχη παρακαλεί τον Χριστό να τον ἐπακούσει:
νά ‘δωσε νά 'διανέφανεν ἀρφός μου Ἀλιάντρης.
Ο αδελφός του παρουσιάζεται αμέσως και μπαίνει στον πόλεμο κατά των Σαρακηνών. Παρά τις συστάσεις του Θεοφύλακτου να προσέχει από τις παγίδες ο Αλιάντρης συλλαμβάνεται: κι ἔστησαν τά βροχόλουρα τόν Ἀλιάντρην πιάννουν (ό.π.π., στ. 48). Στη συνέχεια συλλαμβάνεται και ο ίδιος ο Θεοφύλακτος τον οποίο οι Σαρακηνοί βάζουν στα σίδερα όπως και τον αδελφό του. Ο Θεοφύλακτος όμως κατορθώνει πολύ εύκολα να ελευθερωθεί, ελευθερώνει και τον αδελφό του και εκπληρώνει την αποστολή του (στ. 70-72):
Παλλιώννει τρία μερόνυχτα, παλλιώννει τρεῖς ἡμέρες
κι ἐκεῖ χαμαί 'δωκεν χαρτίν κι ἐπῆρεν ἀντιχάρτιν,
ἔκαμε δίκαιον πόλεμον κι ἐβκαγούδει στόν κόσμον
Κατά τη μια παραλλαγή που δημοσιεύει ο Σακελλάριος (Τά Κυπριακά, τόμ. Β', 1891, σσ. 12-14) ο Θεοφύλακτος είναι γιος του Μαστραγγύλα και δεν κρύβει τα άνομα έργα του, όταν κατά τη σύλληψη τον ερωτούν οι Σαρακηνοί (στ. 67-69):
- Ἐγιώ εἶμαι ὁ Θεοφύλακτος ὁ γιός τοῦ Μαστραγγύλα,
πού σκότωσα τόν κύρην του κ' ἐπῆρα τόν λαόν του,
χίλια χωρκά τοῦ ξήλειψα καί δεκαπέντε χώρες.
Κατά την άλλη παραλλαγή (ό.π.π., α. 17, στ. 5) ο Θεοφύλακτος και τ’ αδέλφια του είναι παιδιά τ' Ἀντσούλη ξακουστά για την αντρειοσύνη τους.
Στις παραλλαγές όπου πρωταγωνιστούν και τα τρία αδέλφια αφορμή για τις αναμετρήσεις τους με τους Σαρακηνούς δίνει η ανακοίνωση του βασιλιά ότι ο Πρωτόμιρος ή ο Σαρατζ'ηνός πού τόν μεάλον πύρκον θέλει ένα ή και τα τρία αδέλφια. Ο Θεοφύλακτος εξοργίζεται και αρχίζει σκληρό πόλεμο με τα φουσάτα των Σαρακηνών. Στην παραλλαγή του Αλεξ. Ελευθεριάδη ο Θεοφύλακτος παρουσιάζεται στο τέλος του ποιήματος και βοηθά τον Μανώλη που κινδυνεύει να αποκεφαλισθεί γιατί η βασίλισσα τον διέβαλε στο βασιλιά (στ. 132-138):
- Θεέ, τζ' ἄν εῖμαι πλάσμαν σου, Θεέ ἀπόκουσέ μου,
νά'ωκεν νά 'ξανάφανεν τζ’αί ὁ Θκιαφύλακτός μου.
Ψηχᾶ τζ' ό νιός ἁγιός ήταν, Θεός τζ' ἀπόκουσέν του,
τζ' ἔωκεν τζ' ἐξανέφανεν τζ'αί ὁ Θκιαφύλακτός του.
Μιάν χαντζ’αρκάν ἐδώσασιν στοῦ ρήγα τό τζ'εφάλιν
τζ'αί τίποτε δέν έμεινεν, ούτε κανένας ρήγας,
οὔτε κανένας πρίντζ'ιπας οὕλλης τῆς βασιλείας.
Κατά τον Η. Gregoire (Ὁ Διγενῆς Ἀκρίτας, New York, 1942, σσ. 212-213) ο Θεοφύλακτος των ακριτικών τραγουδιών έχει την αρχή του σε συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο, τον Θεοφύλακτο Αβάστακτο, αξιωματικό του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Α' (867-886), ο οποίος ανδραγάθησε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Σαρακηνών και των Παυλικιανών της Τεφρικής. Ο αυτοκράτορας για να τον ανταμείψει του παραχώρησε κτήμα στη Λακάπη, κοντά στη Μελιτηνή. Γιος του Θεοφύλακτου ήταν ο Ρωμανός Α' Λακαπηνός, αυτοκράτορας κατά το διάστημα 920-944.