Ο όρος απόδημοι Κύπριοι περιλαμβάνει όλους τους Κυπρίους που ζουν και εργάζονται μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, άλλοι μόνιμα και άλλοι για ορισμένο χρονικό διάστημα. Υπολογίζεται ότι το ένα τρίτο περίπου του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου βρίσκεται σήμερα διασκορπισμένο σε διάφορες χώρες στις πέντε ηπείρους. Το λήμμα που ακολουθεί ασχολείται συνοπτικά με τους Κυπρίους αποδήμους, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και τη σημαντικότατη προσφορά τους προς την Κύπρο.
Μετοικεσία
Από τα παλιά χρόνια Κύπριοι μετανάστευαν σε άλλες χώρες για ποικίλες αιτίες. Οι κυριότερες απ’ αυτές ήσαν η καταπιεστική διοίκηση αλλεπάλληλων κατακτητών, μακροχρόνιες ανομβρίες κι άλλες καταστροφές, αλλά και η ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων της Κύπρου με άλλους λαούς, που οδήγησε Κυπρίους σε γειτονικές, κυρίως, χώρες για εγκατάσταση. Ως μετανάστευση, και μάλιστα μαζική, μπορεί να θεωρηθεί και η μετοικεσία των Χριστιανών Κυπρίων στα 692 μ.Χ. από τον Ιουστινιανό Β', ο οποίος τους μετέφερε στην Ιουστινιανούπολη, όπου οι περισσότεροι έζησαν πολλά χρόνια προτού επαναπατρισθούν.
Αίγυπτος -Αγγλια
Στα νεότερα χρόνια έχουμε αποδημία Κυπρίων σε υπολογίσιμους αριθμούς στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου, με κυριότερη χώρα εγκατάστασης την Αίγυπτο. Τα μεγαλύτερα, όμως, ρεύματα Κυπρίων μεταναστών σημειώθηκαν στην περίοδο μεταξύ του Α' και του Β' Παγκοσμίου πολέμου και στα χρόνια πριν και αμέσως μετά την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος, που είχαν τώρα ως βασική χώρα προορισμού τη Βρεττανία. Η μετανάστευση στα νεότερα χρόνια υπήρξε βασικά συνάρτηση της οικονομικής κατάστασης στο νησί. Οι κυριότερες περιοχές από τις οποίες προέρχονταν οι μετανάστες ήσαν αγροτικές και ιδιαίτερα οι λιγότερο εύφορες. Ο ρυθμός μετανάστευσης ήταν αρκετά ψηλός κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 και τα πρώτα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία (1960). Η επίτευξη ψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης στην Κύπρο μετά το 1963 είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση του αριθμού των Κυπρίων μεταναστών. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 ο αριθμός των Κυπρίων μεταναστών άρχισε πάλι να αυξάνεται, για να περιοριστεί και πάλι ως αποτέλεσμα της επαναδραστηριοποίησης της κυπριακής οικονομίας.
Αμερική
Μετά την Αίγυπτο, που ήταν η πρώτη χώρα συστηματικής μετανάστευσης Κυπρίων στα νεότερα χρόνια (στα 1873 ήδη είχε ιδρυθεί η Ελληνική Αδελφότης των εν Αιγύπτω Κυπρίων), η δεύτερη χώρα στην οποία κατευθύνθηκαν Κύπριοι μετανάστες ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές του 20ου αιώνα. Ακολούθησαν, μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, η Βρεττανία και οι αφρικανικές χώρες. Η Αυστραλία και ο Καναδάς ήσαν οι τελευταίες στη σειρά χώρες που προσέλκυσαν μεταναστευτικό ρεύμα από την Κύπρο, αμέσως μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου.
Οι απόδημοι Έλληνες Κύπριοι δεν είναι δυνατό να διαχωριστούν από την ενότητα του απόδημου Ελληνισμού ως συνόλου, που από τις αρχές της ιστορίας του βρίσκεται διασκορπισμένος σ' όλα τα σημεία της γης. Ανεπίσημοι υπολογισμοί ανεβάζουν τους απόδημους Έλληνες στα 4 ή και περισσότερο εκατομμύρια. Ανάμεσά τους, πάνω από 300.000 είναι οι Κύπριοι, που αποτελούν μια σημαντική δύναμη για την ιδιαίτερή τους πατρίδα, με την οποία διατηρούν άρρηκτους δεσμούς. Κατά χώρα οι Κύπριοι της διασποράς υπολογίζονται ως εξής (οι υπολογισμοί είναι ανεπίσημοι, γιατί δεν υπάρχουν, ούτε είναι εφικτό να υπάρξουν, ακριβή επίσημα στοιχεία):
Βρεττανία | 150.000-200.000 |
Αυστραλία | 70.000-80.000 |
Ελλάδα | 30.000-40.000 |
Ηνωμ. Πολιτείες | 20.000-25.000 |
Ν. Αφρική | 25.000-30.000 |
Καναδάς | 10.000-12.000 |
Άλλες χώρες | 8.000-10.000 |
Βλέπε Αριθμούς Αποδήμων 1972
Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος -Αρχείο ΡΙΚ
Με εξαίρεση τη Βρεττανία, όπου το κυπριακό στοιχείο αποτελεί την τεράστια πλειοψηφία των εκεί αποδήμων Ελλήνων (95%), στις υπόλοιπες χώρες οι Κύπριοι αποτελούν περιορισμένο ποσοστό (Νότιος Αφρική 40%, άλλες αφρικανικές χώρες 20-30%, Αυστραλία 10%, Καναδάς 5-8%, Ηνωμένες Πολιτείες 1%).
Πρέπει ν' αναφερθεί ότι υπάρχουν και Τουρκοκύπριοι μετανάστες, κυρίως στη Βρεττανία και την Αυστραλία, σε ποσοστό περίπου το ίδιο με την πληθυσμιακή τους αναλογία στην Κύπρο.
Οι δεκάδες χιλιάδες Κύπριοι που εγκατέλειπαν το πατρικό έδαφος με το όραμα μιας καλύτερης ζωής, εργάστηκαν σκληρά και σε πολλές περιπτώσεις κάτω από άθλιες συνθήκες για να μπορέσουν να επιβιώσουν, κι αργότερα να ευδοκιμήσουν και να προοδεύσουν, προσαρμοζόμενοι ταυτόχρονα στο νέο περιβάλλον. Αν εξαιρέσει κανένας την Αίγυπτο και τις άλλες χώρες της αφρικανικής ηπείρου, όπου ο Κύπριος μετανάστης βρέθηκε ανάμεσα σε λαούς με χαμηλότερο πολιτιστικό επίπεδο από το δικό του, στις υπόλοιπες χώρες ήταν υποχρεωμένος να ζήσει σ’ ένα ανώτερο -τεχνολογικά τουλάχιστον- πολιτισμό και σε συνθήκες ζωής πολύ διαφορετικές απ' αυτές στις οποίες ήταν συνηθισμένος. Ταυτόχρονα είχε ν' αντιμετωπίσει και την εχθρική, συχνά, στάση των ντόπιων. Όλα αυτά ανάγκασαν τον Κύπριο απόδημο να υιοθετήσει στην αρχή μια στάση αυτοαπομόνωσης, την οποία όμως εγκατέλειψε αργότερα με την εξασφάλιση κάποιας οικονομικής άνεσης, την ενδυνάμωση της κοινοτικής συνοχής με τη συγκέντρωση πολλών μεταναστών σε ορισμένες περιοχές και τη μεταβολή προς το θετικότερο της στάσης των αρχών της φιλοξενούσας χώρας και των αυτοχθόνων κατοίκων προς τους μετανάστες.
Ιδιαίτερα στη Βρεττανία, όπου βρίσκεται κι η μεγαλύτερη κυπριακή παροικία, οι πρώτοι Κύπριοι που πήγαν στο διάστημα του μεσοπολέμου, βρέθηκαν σε μια άρτια οργανωμένη οικονομία και χρειάστηκαν μόχθοι πολλοί για να βγουν από τη μιζέρια. Με την εργατικότητά τους, όμως, και το δημιουργικό τους πνεύμα, αρετές που επέδειξαν οι Κύπριοι σ' όλες τις χώρες όπου βρέθηκαν, πέτυχαν τη ραγδαία οικονομική τους πρόοδο. Η σταθεροποίηση της πρώτης ομάδας των Κυπρίων μεταναστών στις χώρες διασποράς τους, οδήγησε στο δεύτερο κύμα μετανάστευσης από την Κύπρο στη δεκαετία 1950 - 1960. Οι νέοι μετανάστες ήσαν κυρίως ειδικευμένοι τεχνίτες και επιστήμονες, που κατευθύνονταν στις χώρες όπου είχαν ήδη σχηματιστεί αξιόλογες κυπριακές παροικίες, για να προσφέρουν σ' αυτές τις υπηρεσίες τους. Λίγο αργότερα άρχισε να εμφανίζεται κι η δεύτερη γενιά των μεταναστών, που στηριγμένη στις γερές βάσεις που είχε ήδη θέσει η πρώτη γενιά, μπόρεσε ν' ανελιχθεί επαγγελματικά και οικονομικά σε αξιόλογο βαθμό.
Η ευκολότερη, όμως, προσαρμογή της δεύτερης γενιάς των Κυπρίων αποδήμων στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες των χωρών φιλοξενίας, αύξησε τον κίνδυνο απορρόφησής τους από το νέο περιβάλλον. Οι πρώτοι Κύπριοι απόδημοι είχαν κιόλας συνειδητοποιήσει αυτό τον κίνδυνο ˙ γι’ αυτό κι από τις πρώτες μέρες οργανώθηκαν, αντιστάθηκαν, ίδρυσαν εκκλησίες, σχολεία, οργανώσεις, με στόχο να διατηρήσουν την πνευματική και εθνική τους αυτάρκεια. Η νωπή μνήμη και τα ζωντανά βιώματά τους από τον τόπο καταγωγής, τους βοήθησαν στην προσπάθειά τους αυτή. Το ίδιο, ωστόσο, δεν συνέβη με τη δεύτερη γενιά, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη ξένη γη κι ήταν υποχρεωμένη να ενταχθεί οργανικά στη νέα κοινωνία όπου βρέθηκε, για να μπορέσει να επιβιώσει. Το πρόβλημα της διατήρησης της εθνικής ταυτότητας είναι ένα από τα σοβαρότερα που αντιμετωπίζουν οι απόδημοί μας και έχει απασχολήσει επανειλημμένα τόσο τα οργανωμένα σώματά τους, όσο και τον κάθε ξενιτεμένο χωριστά. Ειδική επιτροπή μελέτης που συνεστήθη από το Δ' Παγκόσμιο συνέδριο αποδήμων Κυπρίων (23-31 Αυγούστου 1984) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι απόδημοι Κύπριοι έχουν καθήκον να δημιουργήσουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις οι οποίες όχι μόνο θα συμβάλουν στη συντήρηση και ενίσχυση της εθνικής μας ταυτότητας, αλλά και στη δημιουργία εθνικής ταυτότητας στις επερχόμενες γενιές. Διαπίστωσε επίσης ότι η σημαντικότερη προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η οικογένεια, που πρέπει να μεταδίδει στα παιδιά τη γλώσσα μας και τα καλά του πολιτισμού μας, μετατρέποντας κάθε σπίτι σε προπύργιο συντήρησης της εθνικής μας ταυτότητας. Οι Κύπριοι της πρώτης γενιάς, με την εικόνα της πατρίδας ανεξίτηλα χαραγμένη στη ψυχή τους, διατηρούν ατόφια τα έθιμα (γάμοι, βαφτίσια, αρραβωνιάσματα, Χριστούγεννα, Λαμπρή, Σήκωσες κλπ.), και διακοσμούν τα σπίτια τους με αντικείμενα κυπριακής λαϊκής τέχνης, ενώ τα κυπριακά πατροπαράδοτα φαγητά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του διαιτολογίου τους. Το πρόβλημα εντοπίζεται στους απόδημους της δεύτερης και των κατοπινών γενιών, και σχετίζεται επίσης άμεσα με τη δεύτερη προϋπόθεση για τη συντήρηση της εθνικής ταυτότητας, που είναι η παροικιακή εκπαίδευση. Το πρόβλημα της εκπαίδευσης των Κυπριοπαίδων του εξωτερικού είναι πραγματικά πολύ μεγάλο. Εκτός από την Αίγυπτο (όπου η εκπαίδευση των παιδιών των ομογενών προωθήθηκε μέσω κοινοτικών σχολείων ολοήμερης λειτουργίας), και μερικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών, στις άλλες χώρες η λειτουργία των παροικιακών σχολείων περιορίζεται σε μερικές ώρες την εβδομάδα, μετά τη λήξη των εργασιών των κανονικών σχολείων ή σε ώρες που τα κανονικά κρατικά σχολεία αργούν, όπως το πρωί του Σαββάτου. Πολλά σχολεία λειτουργούν με ελλιπή εξοπλισμό και προσωπικό που δεν διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα. Ωστόσο καταβάλλονται έντονες προσπάθειες από γονείς, σχολικές επιτροπές και εκπαιδευτικούς για τη διατήρηση της γλώσσας και της πολιτιστικής μας παράδοσης ανάμεσα στα παιδιά των αποδήμων. Για την υλοποίηση του στόχου αυτού είναι απαραίτητη η βοήθεια από την Κύπρο. Ήδη από το 1976 υπάρχει στη Βρεττανία εκπαιδευτική αποστολή υπό την καθοδήγηση του υπουργείου Παιδείας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ αποστέλλεται εκπαιδευτικό υλικό μέσω της Υπηρεσίας Αποδήμων.
Εξίσου σοβαρό είναι και το πρόβλημα του χάσματος ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη γενιά των Κυπρίων μεταναστών, που οδηγεί σε αποξένωση μέλη της δεύτερης γενιάς όχι μόνο από την οικογένεια, αλλά κάποτε και από την εθνική ομάδα. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα σε χώρες που υπερτερούν τεχνολογικά, οικονομικά και πολιτιστικά από την Κύπρο.
Αυτά σε αδρές γραμμές είναι τα βασικότερα από τα μόνιμα ή γενικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Κύπριοι απόδημοι, σύμφωνα με την ταξινόμηση της Υπηρεσίας Αποδήμων. Όσον αφορά τα προσωρινά ή τοπικά προβλήματα, αυτά σχετίζονται με την ανασφάλεια των μεταναστών ως προς την άδεια παραμονής τους, με την επαγγελματική/ οικονομική τους ζωή, με την εξαγωγή συναλλάγματος και την πραγματοποίηση επενδύσεων στην Κύπρο, καθώς και με γενικότερα προβλήματα που αφορούν τον επαναπατρισμό τους.
Παρά την ύπαρξη των ποικίλων και πολύπλοκων προβλημάτων, οι απόδημοι Κύπριοι διατηρούν ζωηρό τον ψυχικό δεσμό τους με την ιδιαίτερή τους πατρίδα, καθώς και την έγνοια τους γι' αυτήν. Η τεράστια σημασία των Κυπρίων της διασποράς και γενικά του απόδημου Ελληνισμού φάνηκε με τον πιο έντονο τρόπο κατά την τραγωδία της Κύπρου το 1974, όταν ανέλαβαν πραγματική σταυροφορία για την παροχή άμεσης οικονομικής και άλλης βοήθειας στην αιμάσσουσα Κύπρο, και ταυτόχρονα για τη διαφώτιση και ενεργοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης, με συγκεντρώσεις, πορείες, υπομνήματα προς κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς, συναντήσεις με πολιτικές, συνδικαλιστικές και άλλες προσωπικότητες κλπ. Αποκορύφωμα των προσπαθειών αυτών θεωρείται η επιβολή του στρατιωτικού «εμπάργκο» στην Τουρκία από το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών, ύστερα από μαζική κινητοποίηση του εκεί Ελληνισμού, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι ομογενείς σε άλλες χώρες εξασφάλισαν επίσημη συμπαράσταση αρχών και κομμάτων προς τα δίκαια της Κύπρου.
Η βοήθεια των αποδήμων Κυπρίων προς την πατρίδα τους δεν περιορίζεται, φυσικά, μόνο στις ώρες της δοκιμασίας της. Είναι αδιάκοπη, σταθερή και πολύτιμη η συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη του νησιού κι ανέρχεται σε πολλά εκατομμύρια λίρες τον χρόνο. Οι απόδημοι βοήθησαν επίσης έμμεσα στην ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ της Κύπρου και ορισμένων χωρών, όπως η Βρεττανία, η Αυστραλία, ο Καναδάς κ.ά., με την απορρόφηση σημαντικού ποσοστού κυπριακών προϊόντων.
Το ενδιαφέρον της κυπριακής κυβέρνησης για τους απόδημους είχε εκδηλωθεί από τα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας, όμως δεν υπήρξε μεθοδική αξιοποίηση των τεραστίων δυνατοτήτων τους. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 διαφάνηκε η απόλυτη ανάγκη για στενότερη συνεργασία και συντονισμό μεταξύ των αποδήμων και της Κύπρου, ώστε οι πρώτοι να μπορέσουν να διαδραματίσουν μεγαλύτερο ρόλο στον κοινό αγώνα. Με πρωτοβουλία του προέδρου Μακαρίου πραγματοποιήθηκε από 26-30 Ιουλίου 1976 στη Λευκωσία το Α' Παγκόσμιο συνέδριο αποδήμων Κυπρίων, που είχε ως στόχο τον συντονισμό των οργανώσεων των ομογενών και τη διαφώτισή τους, την περαιτέρω σύσφιγξη των δεσμών τους με την Κύπρο, τη συστηματοποίηση της βοήθειάς τους προς τους εκτοπισμένους και γενικά τον κυπριακό λαό, και την εξέταση των δυνατοτήτων για επενδύσεις στην Κύπρο. Στο συνέδριο αυτό ο πρόεδρος Μακάριος εξήγγειλε τη σύσταση ειδικής κυβερνητικής υπηρεσίας για τα θέματα των αποδήμων, που άρχισε τη λειτουργία της την 1η Ιανουαρίου 1977 (βλ. λήμμα Αποδήμων Υπηρεσία). Τα Παγκόσμια συνέδρια των Κυπρίων αποδήμων έχουν καθιερωθεί ως θεσμός και πραγματοποιούνται στην Κύπρο κάθε δυο χρόνια. Παράλληλα πραγματοποιούνται, επίσης κάθε δυο χρόνια στην Κύπρο, τα Παγκόσμια συνέδρια αποδήμων Κυπρίων επιστημόνων, που ασχολούνται με περισσότερο εξειδικευμένα θέματα τα οποία αφορούν την Κύπρο και τις παροικίες, καθώς και το Κυπριακό. Στο πλαίσιο των αποφάσεων των συνεδρίων των αποδήμων, μεταξύ άλλων δημιουργήθηκαν η Παγκόσμια Ομοσπονδία Αποδήμων Κυπρίων (ΠΟΜΑΚ), στην οποία αντιπροσωπεύονται όλες οι κυπριακές οργανώσεις του εξωτερικού, και η Παγκόσμια Συντονιστική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνα (ΠΣΕΚΑ) για συντονισμό και δραστηριοποίηση όχι μόνο των κυπριακών αλλά όλων των οργανώσεων του απόδημου ελληνισμού, με στόχο την προώθηση των δικαίων της Κύπρου σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στα πλαίσια των προσπαθειών για την ενδυνάμωση των δεσμών των αποδήμων και ιδιαίτερα των νεότερων γενιών με την Κύπρο, από το καλοκαίρι του 1977 φιλοξενούνται κάθε χρόνο στο νησί από την Υπηρεσία Αποδήμων παιδιά ομογενών. Επίσης άρχισαν τα τελευταία χρόνια να ιδρύονται στην Κύπρο Σύνδεσμοι Αποδήμων με έδρα το χωριό ή την περιοχή καταγωγής, με στόχο τη συγκέντρωση πληροφοριών για τους ξενιτεμένους συντοπίτες και τη συστηματοποίηση των προσπαθειών για την πρόοδο του χωριού.
Διαπρεπείς Απόδημοι
Πάγιο, εξάλλου, αίτημα των 300.000 Κυπρίων της διασποράς είναι η δημιουργία, από την κυπριακή κυβέρνηση, υπουργείου Αποδήμων. Οι Κύπριοι ξενιτεμένοι έχουν απόλυτη ανάγκη τη βοήθεια της πατρίδας τους για να επιβιώσουν ως εθνική ομάδα, όπως την ίδια (κι ακόμη μεγαλύτερη) ανάγκη έχει η Κύπρος τα απόδημα παιδιά της. Σ' όλες τις ηπείρους η Κύπρος έχει ήδη αποκτήσει μια δυναμική προέκτασή της, με την παρουσία των αποδήμων, που την προβάλλει και την τιμά. Κύπριοι έχουν διαπρέψει κι έχουν διακριθεί σε πολλούς τομείς, τον οικονομικοεμπορικό, τον πολιτικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό κ.α. Ονόματα όπως του εθνικού ευεργέτη Αναστάση Λεβέντη, του Ευγένιου Ρωσσίδη που διετέλεσε υφυπουργός Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών, των ποιητών και πεζογράφων Γλαύκου Αλιθέρση, Νίκου Νικολαΐδη, Τεύκρου Ανθία, των μουσουργών και καλλιτεχνών Σόλωνος Μιχαηλίδη, Κυπριανού Κατσαρή, Τζων Μοδινού, Πιερή Ζαρμά, των σκηνοθετών Μιχάλη Κακογιάννη, του Γιώργου Κοσμάτου, του Τζορτζ Μάικλ των αδελφών Τσάπμαν, είναι διεθνώς γνωστά κι αποτελούν μικρό μόνο δείγμα των πελώριων δυνατοτήτων των συμπατριωτών μας που βρίσκονται έξω από τα σύνορα της μικρής μας πατρίδας.
Όσον αφορά το θέμα του επαναπατρισμού των Κυπρίων αποδήμων, δεν μπορεί ακόμη να γίνεται λόγος για συστηματική επιστροφή τους στον τόπο τους για μόνιμη επανεγκατάσταση. Άρχισε όμως να παρατηρείται τα τελευταία λίγα χρόνια μια κίνηση για επιστροφή, κυρίως από χώρες της Αφρικής, όπου οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες περνούν μια περίοδο αστάθειας, καθώς και από τη Βρεττανία. Επιπρόσθετα υπάρχουν και εκείνοι που επιστρέφουν από τη ξενιτιά για να περάσουν στην πατρίδα τα τελευταία χρόνια της ζωής τους.
Οι απόδημοι Κύπριοι, σε όποιες χώρες κι αν βρίσκονται, διατηρούν συνεχείς δεσμούς με την Κύπρο αλλά και μεταξύ τους, έχοντας μεταξύ άλλων και την επαφή μέσω δικών τους σωματείων και οργανώσεων. Ιδίως οι πλείστες όσες οργανώσεις των Κυπρίων αποδήμων ήσαν εκείνες που ιδιαίτερα δραστηριοποιήθηκαν μετά την τραγωδία του 1974, προσφέροντας στην Κύπρο όση περισσότερη βοήθεια και συμπαράσταση τους ήταν δυνατό, περιλαμβανομένης της βοήθειας στην προβολή των κυπριακών θέσεων στο εθνικό θέμα και της άσκησης πιέσεως, όπου ήταν δυνατό, σε οικείες κυβερνήσεις, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Αγγλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι οργανώσεις αυτές των αποδήμων Κυπρίων είναι πάρα πολλές. Μόνο στην Ελλάδα υπάρχουν 44 σωματεία και οργανώσεις Κυπρίων, που αποτελούν μέλη ενός συντονιστικού οργάνου, της Ο.Κ.Ο.Ε. (Ομοσπονδία Κυπριακών Οργανώσεων Ελλάδος). Κύπριοι, που ήσαν ή είναι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας ασχολούνται και με τα κοινά στη χώρα αυτή. Το 2006 περίπου 20 Κύπριοι εξελέγησαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας ως μέλη τοπικών αυτοδιοικήσεων. Υπήρξαν και περιπτώσεις Κυπρίων που ανέλαβαν υπουργικά αξιώματα στην Ελλάδα, όπως ο Γιάννος Κρανιδιώτης και παλαιότερα ο Λουκής Ακρίτας. Επίσης, πολλοί Κύπριοι διαπρέπουν στην Ελλάδα σε διάφορους τομείς: Ακαδημαϊκοί, πανεπιστημιακοί, γιατροί, νομικοί κλπ.
Στην Αγγλία επίσης, αρκετοί Κύπριοι υπηρέτησαν ή υπηρετούν είτε ως δήμαρχοι είτε ως μέλη δημοτικών συμβουλίων. Στην Αγγλία λειτουργούν πολλές κυπριακές οργανώσεις και διάφορα σωματεία, που συνήθως διατηρούν και στενούς δεσμούς με τα υφιστάμενα στην Κύπρο πολιτικά κόμματα, με τα οποία έχουν συνεχή επαφή και συνεργασία. Λειτουργούν πολιτιστικές, εκπαιδευτικές και θρησκευτικές οργανώσεις, τόσο στο Λονδίνο όσο και σε διάφορες άλλες πόλεις, όπως το Μάντσεστερ, το Μπέρμιγχαμ και άλλες. Στην Αγγλία ιδιαίτερα, η Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μεγάλης Βρεττανίας, που είναι στελεχωμένη κυρίως με Κυπρίους ιεράρχες (με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Γρηγόριο), και υπόκειται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό όργανο ενότητας των εκεί Κυπρίων. Και στην Αγγλία πολλοί Κύπριοι διαπρέπουν ως επιστήμονες, επιχειρηματίες κλπ. Παρατηρήθηκε το φαινόμενο μιας ταχύτατης ανέλιξης της παροικίας, σε διάστημα μόνο 3 γενεών. Από τα χαμηλότατα στρώματα στα οποία ανήκαν οι μετανάστες των πρώτων δεκαετιών και των μέσων του 20ού αιώνα, σήμερα η πλειονότητα των παιδιών και εγγονιών τους ανήκει στην αστική τάξη, στο πνευματικό και στο οικονομικό δυναμικό της χώρας. Ωστόσο παρατηρείται και σχετική αποξένωση της νέας γενιάς των Κυπρίων αποδήμων από τα όσα αντιπροσωπεύει η Κύπρος, πράγμα φυσιολογικό, καθώς οι νεότεροι είναι πλήρως ενταγμένοι στην αγγλική κοινωνία. Δεν έχει όμως απολεσθεί η συναίσθηση της κυπριακής καταγωγής τους.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες επίσης, αρκετοί Κύπριοι διαπρέπουν στις επιστήμες, όπως γιατροί, φυσικοί, πυρηνικοί φυσικοί κλπ. Στη χώρα αυτή οι Κύπριοι είναι περισσότερο διασκορπισμένοι, δεν αποτελούν συμπαγείς κοινότητες, και αναγκαστικά οι μεταξύ τους σχέσεις είναι περισσότερο χαλαρές.
Περισσότερα στοιχεία σχετικά με την κάθε κυπριακή παροικία χωριστά, βλ. ανάλογα κεφάλαια στα λήμματα που αφορούν τις σχέσεις της χώρας, όπου φιλοξενούνται οι Κύπριοι απόδημοι, με την Κύπρο. Π.χ. Αίγυπτος και Κύπρος, Ηνωμένο Βασίλειο και Κύπρος κλπ.