Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποφάσισε στις 2 Νοεμβρίου 2005 να ανακηρύξει την 27η Ιανουαρίου Διεθνή Ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος από το ναζιστικό καθεστώς κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ημερομηνία επιλέχθηκε επειδή στις 27 Ιανουαρίου 1945 τα προελαύνοντα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο ’ουσβιτς - Μπίρκεναου στην Πολωνία.
Το σχέδιο της απόφασης αυτής, που υποβλήθηκε από το Ισραήλ και υποστηρίχθηκε από 89 χώρες, «καλεί τα κράτη - μέλη να επεξεργαστούν προγράμματα εκπαίδευσης που θα μεταδώσουν στις μελλοντικές γενεές τα διδάγματα του Ολοκαυτώματος και να βοηθήσουν να προλαμβάνονται πράξεις γενοκτονίας».
Με τον όρο «Ολοκαύτωμα», ελληνική λέξη που καθιερώθηκε διεθνώς μέσω της αγγλικής γλώσσας, εννοούμε την εφαρμογή του προγράμματος της «Τελικής Λύσης» που κορυφώθηκε με τα στρατόπεδα μαζικής εξόντωσης, αφανίζοντας καταληκτικά 6 εκατομμύρια Εβραίους της Ευρώπης στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ιστορικό πλαίσιο
Τον Σεπτέμβριο του 1939, με την εισβολή του Γερμανικού Στρατού στην Πολωνία, (και αφού είχαν προηγηθεί η προσάρτηση της Αυστρίας, η αυθαίρετη κατάληψη της Σουδητίας και στη συνέχεια της Τσεχίας), άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, που κήρυξαν η Αγγλία και η Γαλλία στη Γερμανία. Μέχρι το 1941 η Γερμανία είχε καταλάβει όλη σχεδόν την Ευρώπη και είχε ανοίξει το Σοβιετικό Μέτωπο.
Ο Πόλεμος έδωσε στους Ναζί την ευκαιρία που επιζητούσαν και οι κατακτημένες χώρες της Ευρώπης προσέφεραν το κατάλληλο πεδίο δράσης για την εξόντωση των Εβραίων. Όπως φαίνεται παρακάτω όλες οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή του σχεδίου της «Τελικής Λύσης» είχαν οργανωθεί στην εντέλεια:
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για να εξυπηρετήσουν τις απαιτήσεις της «Τελικής Λύσης», με τη βοήθεια ειδικών τεχνικών, αυξάνονταν συνεχώς σε αριθμό και εξελίσσονταν κατά κατηγορίες: στα στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων, τα οποία λειτουργούσαν ήδη από το 1933 (Νταχάου, Μπούχενβαλντ, Ζάκσενχαουζεν), προστέθηκαν εκατοντάδες άλλα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας (π.χ., Ντόρα Νορντχάουζεν εργοστάσιο όπλων, Νόιενγκαμ εργοστάσιο κατασκευής τούβλων, Γρος Ρόζεν λατομείο, Γκούσεν λατομείο, Μαουτχάουζεν λατομείο), στη Γερμανία και τις κατακτημένες περιοχές (μέχρι και τη Βόρειο Αφρική όπου μεταξύ 1941 και 1942 λειτουργούσαν 14 στρατόπεδα εργασίας, στην Αλγερία και το Μαρόκο, για την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής διέλευσης της Σαχάρας).
Αργότερα σε ορισμένα στρατόπεδα προστέθηκαν οι θάλαμοι αερίων, και στη συνέχεια τα κρεματόρια, καθιστώντας τα αποκλειστικά στρατόπεδα μαζικής εξόντωσης (’ουσβιτς, Μπιρκενάου, Μαϊντάνεκ, Τρεμπλίνκα, Μπέλζεκ, Σόμπιμπορ).
Η λειτουργία των στρατοπέδων θανάτου ξεκίνησε το 1941 και κορυφώθηκε το 1943 1944. Αρχικά στους θαλάμους αεριών οι Ναζί χρησιμοποιούσαν το μονοξείδιο του άνθρακα και τα πτώματα θάβονταν ή καίγονταν σε εξωτερικό χώρο, σε λάκκους.
Στη συνέχεια το αέριο ZyklonB αντικατέστησε το μονοξείδιο του άνθρακα. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά, δοκιμαστικά, στο ’ουσβιτς τον Σεπτέμβριο του 1941, και ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Εύκολο στη χρήση και τη μεταφορά ενώ παράλληλα μείωνε το χρόνο θανάτωσης των θυμάτων, ιδιότητες χρήσιμες για τους Ναζί, που καθιέρωσαν και γενίκευσαν τη χρήση του Zyklon B στα στρατόπεδα εξόντωσης.
Με τη συνεχή αύξηση του αριθμού των πτωμάτων οι Ναζί χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που προέκυπταν από τη νέα αυτή κατάσταση. Οι ομαδικοί τάφοι σε ανοιχτό χώρο ήταν δυσλειτουργικοί (προκαλούσαν δυσοσμία, υπήρχαν κίνδυνοι μετάδοσης λοιμώξεων, μόλυνσης του νερού από το υπέδαφος), επίσης, η καύση σε λάκκους κρίθηκε χρονοβόρα. Το πρόβλημα επιλύθηκε με την κατασκευή των κρεματορίων για την άμεση αποτέφρωση των νεκρών. Η λύση ήταν ιδιοφυής, δεν δημιουργούσε οικολογικά προβλήματα και εγγυόταν τη μυστικότητα που οι Ναζί ήθελαν να διατηρήσουν. Από τα μέσα Μαρτίου έως τις αρχές Απριλίου του 1943 τρεις θάλαμοι αερίων και αντίστοιχα τρία κρεματόρια είχαν ξεκινήσει τη λειτουργία τους στο ’ουσβιτς (το στρατόπεδο που θα χαρακτηριστεί μεταπολεμικά από την ιστορία ως σύμβολο του Ολοκαυτώματος), αυξάνοντας εντυπωσιακά την «παραγωγή» θανάτου και την αποκομιδή πτωμάτων. Μέχρι τον Ιούνιο είχε προστεθεί μία ακόμη μονάδα θαλάμου αερίων / κρεματορίου στο ’ουσβιτς. Και οι τέσσερις μονάδες θανάτου μαζί εξόντωναν ημερησίως 4.756 πτώματα που γρήγορα μετατρέπονταν σε στάχτη. Το καλοκαίρι του 1944 λειτουργούσαν έξι πλήρεις μονάδες θαλάμων / κρεματορίων, η ημερήσια καταστροφή πτωμάτων ξεπερνούσε τις 9.000, τα κρεματόρια δεν επαρκούσαν και η καύση επεκτάθηκε σε λάκκους στον υπαίθριο χώρο του στρατοπέδου.
Η λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης ήταν σε όλα τα επίπεδα οργανωμένη. Οι εκτοπισμένοι έφταναν με τρένα και ακολουθούσαν, με τάξη και ταχύτητα, τη διαδικασία διαλογής. Οι επιλεγμένοι για το θάνατο (ηλικιωμένοι, άρρωστοι, παιδιά), έφταναν στους θαλάμους αερίων σε τρεις ώρες από την άφιξή τους. Οι νεώτεροι θα προσέφεραν εργασία σε καταναγκαστικά έργα και εργοστάσια μέχρι το θάνατό τους, είτε από κακουχίες είτε στους θαλάμους αερίων -όταν πια θα κρίνονταν αδύναμοι για εργασία και θα αντικαθίσταντο από τους νεοαφιχθέντες.
Με την άφιξή τους στα στρατόπεδα οι Εβραίοι σφραγίζονταν ανεξίτηλα μ΄ έναν αριθμό στο βραχίονα που θα αποτελούσε πλέον το όνομά τους. Με ξυρισμένα κεφάλια, με την μπλε-γκρι ριγωτή στολή, με το κίτρινο αστέρι του Δαυίδ στο πέτο ως διακριτικό, στοιβάζονταν σε πέτρινες παράγκες, με ξύλινους πάγκους-κρεβάτια. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινούσαν μια νέα «ζωή», μακριά από τα μάτια του υπόλοιπου κόσμου, για την απανθρωπιά της οποίας η ανθρωπότητα θα μάθαινε μετά τη λήξη του Πολέμου. Με την εισαγωγή τους στα στρατόπεδα, οι όμηροι ουσιαστικά ξεκινούσαν μια πορεία προς το θάνατο, στη διάρκεια της οποίας θα εργάζονταν από τις 5 πρωί σε λατομεία, εργοτάξια, σιδηροδρομικές γραμμές, δημόσια έργα, με μόνη τροφή μια σούπα από πατάτες.
Οι Ναζί τίποτα δεν άφηναν στην τύχη και τίποτα ανεκμετάλλευτο: τα προσωπικά αντικείμενα των ομήρων ταξινομούνταν και διοχετεύονταν κατά είδος σύμφωνα με τις ανάγκες των Γερμανών: χρυσά δόντια και τιμαλφή, μεταλλικά αντικείμενα (σκελετοί γυαλιών, ξυραφάκια) που λιώνονταν, ρουχισμός, μαλλιά των ξυρισμένων κεφαλιών που χρησιμοποιούνταν στη νηματουργία, η ίδια η στάχτη των πτωμάτων που γινόταν λίπασμα και το λίπος πρώτη ύλη για σαπούνι κ.ά.
Τα στρατόπεδα θεωρούνταν πλέον «τμήμα της εθνικής οικονομίας του Ράιχ». Η βαρειά βιομηχανία εκδήλωσε μεγάλο ενδιαφέρον για τους ομήρους των στρατοπέδων, που αποτελούσαν ένα αδιάκοπα ανανεούμενο, φτηνό και αναλώσιμο εργατικό δυναμικό.
Οι όμηροι γίνονταν εργάτες αλλά και ανθρώπινα πειραματόζωα για την επιστημονική ιατρική έρευνα και τη φαρμακοβιομηχανία. (Γνωστά είναι τα ιατρικά πειράματα σε δίδυμα αδέλφια, οι χειρουργικές επεμβάσεις στείρωσης των γυναικών και ευνουχισμού των ανδρών). Οι ανείπωτες κακουχίες στα στρατόπεδα και τα καταναγκαστικά έργα ήταν επίσης προγραμματισμένο τμήμα του σχεδίου εξόντωσης. Οι ακατάλληλοι για εργασία θανατώνονταν στην επόμενη διαδικασία διαλογής (Selektion) και νέοι θα έπαιρναν τη θέση τους.
Οι θάλαμοι αερίων και τα κρεματόρια λειτουργούσαν εντατικά μέχρι το τέλος Νοεμβρίου του 1944. Αμέσως μετά, οι ίδιοι οι Γερμανοί διέταξαν την καταστροφή των κρεματορίων σε μία προσπάθεια να εξαφανίσουν κάθε ίχνος και αποδεικτικό στοιχείο του μεγέθους του εγκλήματός τους. Για τον ίδιο λόγο οι Γερμανοί εκκένωσαν τα στρατόπεδα, καθώς οι Σύμμαχοι (απόβαση στη Νορμανδία 6 Ιουνίου 1944) και οι Σοβιετικοί (από τα ανατολικά) προχωρούσαν. Οι σκελετωμένοι όμηροι, λίγες χιλιάδες επιζήσαντες, υπό την απειλή των όπλων των Ναζί, από το Νοέμβριο του 1944 μέχρι τον Ιανουάριο του 1945, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα στρατόπεδα, πεζοί, σε ατελείωτες πορείες (που οι ιστορικοί αργότερα ονόμασαν «πορείες θανάτου»), μέσα στα χιόνια της πολωνικής υπαίθρου, όπου οι περισσότεροι άφησαν την τελευταία τους πνοή.
Τα στρατόπεδα εξόντωσης (αναφέρονται ενδεικτικά: Μαϊντάνεκ 350.000 νεκροί, Σέλμνο 300.000, Σόμπιμπορ 200.000, Μπέλζεκ 550.000, Τρεμπλίνκα 750.000, ’ουσβιτς-Μπιρκενάου 1.500.000), αποτέλεσαν μια μοναδική εγκληματική καινοτομία που ανήκει ολοκληρωτικά στο ναζιστικό καθεστώς και τα διαφοροποιεί από κάθε άλλο ιστορικό προηγούμενο, γράφοντας τη μελανότερη σελίδα της ιστορίας της ανθρωπότητας.