Το Βρετανικό Μουσείο (British Museum) είναι μουσείο της ανθρώπινης ιστορίας και πολιτισμού στο Λονδίνο. Οι συλλογές του, οι οποίες αριθμούν περισσότερα από επτά εκατομμύρια αντικείμενα, είναι από τις μεγαλύτερες και πιο περιεκτικές στον κόσμο και προέρχονται από όλες τις ηπείρους και χώρες του κόσμου μεταξύ των οποίων και της Κύπρου, απεικονίζοντας και καταγράφοντας την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού από την απαρχή του έως και σήμερα. Άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 15 Ιανουαρίου 1759 στο Μέγαρο Μόνταγκιου (Montagu House) στο Μπλούμσμπερυ (Bloomsbury), στο σημείο όπου βρίσκεται το σημερινό κτίριο του μουσείου.
Οι κυπριακές αρχαιότητες
Το Βρετανικό Μουσείο έχει στην κατοχή του περίπου 8.986 κυπριακές αρχαιότητες για περισσότερο από έναν αιώνα. Ειδώλια, κοσμήματα, αγγεία και άλλα σημαντικά κυπριακά αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του νησιού. Από το 1987, μέρος αυτών εκτίθεται στο room 72. Η αίθουσα 72 δημιουργήθηκε έπειτα από πρόταση του φιλέλληνα Βρετανού μελετητή Sir David Hunt, ο οποίος υπηρέτησε στην Κύπρο ως Ύπατος Αρμοστής μετά την ανεξαρτησία του νησιού. Μέχρι τότε, η πλειοψηφία των κυπριακών αρχαιοτήτων, φυλαγόταν στις αποθήκες αφού θεωρείτο κατώτερη των ελληνικών και χαρακτηριζόταν ως «επαρχιακή». Μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Hunt προσέγγισε τον Κωνσταντίνο Λεβέντη, ζητώντας του να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία μιας αίθουσας στο Βρετανικό Μουσείο η οποία θα φιλοξενούσε αποκλειστικά κυπριακές αρχαιότητες. Όπως αναφέρει ο Βάσος Καραγιώργης στο βιβλίο του «Το ίδρυμα Α.Γ Λεβέντη και οι συλλογές Κυπριακών Αρχαιοτήτων στα Μουσεία του εξωτερικού», ο οποίος τότε, ήταν Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων, ο τότε υπουργός υπεύθυνος για τις κυπριακές αρχαιότητες, χαρακτήρισε την ιδέα ως νεωτεριστική και καθόλου ευχάριστη, ενώ ζητούσε να επαναπατρισθούν όλες οι αρχαιότητες που είχε στην κατοχή του, το Βρετανικό Μουσείο. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο υπουργός αγνοούσε ή παράβλεπε το γεγονός ότι δεν υπήρχε διεθνής νομοθεσία ή συμφωνία που θα καθιστούσε δυνατή μια τέτοια επιστροφή.
Στην πορεία και μετά από αρκετές δημόσιες συζητήσεις και αντιγνωμίες, η απόφαση του Ιδρύματος Λεβέντη έγινε κατανοητή, έτσι στις 10 Δεκεμβρίου του 1987 παρουσία του Δούκα του Gioucester, του τότε Υπουργού και του τότε Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου, οι οποίοι εκπροσώπησαν την Κυπριακή Κυβέρνηση, εγκαινιάστηκε η αίθουσα 72 με τις κυπριακές αρχαιότητες. Εκτίθενται μόλις 679 αντικείμενα, τα οποία περιλαμβάνουν εκθέματα που καλύπτουν όλα τα είδη της κυπριακής τέχνης από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού έως τη Ρωμαϊκή περίοδο και παρουσιάζουν πολλές όψεις του κυπριακού πολιτισμού (θρησκεία, οικονομία, σχέσεις με άλλους λαούς, κοινωνική δομή, νομίσματα κλπ).
Τον πρώτο χρόνο της Βρετανικής κυριαρχίας στο νησί (1878), είχε θεσπιστεί νόμος που απαγόρευε
τη διεξαγωγή ανασκαφών στο νησί χωρίς επίσημη άδεια, σε μια προσπάθεια αποτροπής των λαθρανασκαφών που εκτελούνταν από τον 19ο αι. Εντούτοις, αυτό δεν εμπόδισε τις παράνομες δραστηριότητες των λαθρεμπόρων αρχαιοτήτων, πολλοί από τους οποίους είχαν αποκτήσει τις απαραίτητες άδειες. Αρκετοί, μάλιστα, εμπορεύτηκαν τις κυπριακές αρχαιότητας με μουσεία του εξωτερικού, συμπεριλαμβανομένου και του Βρετανικού Μουσείου. Το μεγαλύτερο μέρος όμως των αρχαιοτήτων που φιλοξενούνται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο, προέκυψε την περίοδο 1888 έως το 1899 όταν ομάδα ερευνητών από το Βρετανικό Μουσείο και τα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ, διενήργησαν εκτεταμένες ανασκαφές με τις ευλογίες του Στέμματος, περιλαμβάνοντας όλους τους τομείς της Κυπριακής αρχαιολογίας. Το Βρετανικό Μουσείο, μαζί με το Μουσείο Μεσογειακής Αρχαιολογίας της Στοκχόλμης, είναι τα μόνα μεγάλα μουσεία της Ευρώπης, τα οποία απέκτησαν κυπριακές αρχαιότητες, ως αποτέλεσμα «συστηματικών» ανασκαφών.
Το 1912 δημοσιεύεται ένας πρώτος κατάλογος από το Βρετανικό Μουσείο με τα αντικείμενα που κατείχαν. Ο κατάλογος περιελάμβανε 1.049 αγγεία κυπριακής κεραμικής, λίθινα γλυπτά αποτελούμενα από 449 έργα και πήλινα ειδώλια από 468 έργα. Επίσης, ένα μεγάλο αριθμό κοσμημάτων, 682 σε αριθμό, καθώς επίσης και ένα μεγάλο αριθμό δακτυλιδιών. Παράλληλα δημοσιεύθηκαν και κάποιες λίστες με χάλκινα αντικείμενα, με αντικείμενα από ελεφαντοστό, φαγεντιανή και αλάβαστρο, οι οποίες όμως σε καμία περίπτωση δεν καλύπτουν όλα τα κυπριακά αντικείμενα που διαθέτει το Μουσείο.
Πολλές σημαντικές αρχαιότητες βρίσκονται ακόμη και σήμερα στις αποθήκες του Μουσείου, ενώ κάποιες άλλες εκτίθενται σε άλλες αίθουσες, όπως η αίθουσα Αιγαιακής Τέχνης, καθώς επίσης και τα εντυπωσιακά κοσμήματα από τον Τάφο 93 της Έγκωμης.
Παρότι μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει ακριβής καταγραφή των αρχαιοτήτων που κατέχει το Μουσείο, υπάρχουν κατά προσέγγιση στοιχεία τα οποία προκύπτουν από λίστες που δημοσίευαν είτε οι αρχαιολόγοι που έκαναν τις ανασκαφές στην Κύπρο είτε το ίδιο το Μουσείο.
Τα τελευταία χρόνια, χάρη στη χρηματοδότηση μιας θέσης από το Ίδρυμα Λεβέντη, οι τεράστιες συλλογές στις αποθήκες μελετώνται και ταξινομούνται καλύτερα χάρη στην ενεργητικότητα και στον ενθουσιασμό της εκλιπούσας Veronica Τatton-Brown και τώρα του Thomas Kiely, εταίρου του Ιδρύματος και οι δύο υπότροφοι του Ιδρύματος Λεβέντη.
Πηγή