Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φτέλλα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. αβτέλλα (η βδέλλα).2. η λεπτή φέτα. 3. μτφ. αυτός που είναι προσκολλημένος.

Συνώνυμα:

Αφτέλλα, Βτέλλα (η)