Σ’ έν’ ακρογιάλι που ύψωνε λατρείες προς τη σελήνη
το χέρι - σου με χάιδευε λευκό απαλό σα φώς.
Ουραναστάλαχτη παντού απλωνότανε γαλήνη
Μες την καρδιά - μου σβύνονταν ο πόνος ο παληός.
Μυρωδικού στην αμμουδιά ξέσκεπα βάζα οι κρίνοι
Χαμένα από τη θάλασσα τα κύματα κι ο αφρός.
Αντίκρυ - μου άνοιγε ήρεμα του όμορφου λόγου η κρήνη
Και στις σιωπές, ως αύρας πνοή, βιολιού περνούσε αχός.
Πόση ομορφάδα στάλαξε μες στην ψυχή - μου τότες!
Τα λόγια πέφτανε απαλά σα λουλουδένιες νότες.
Τα μάτια σάμπως έβλεπαν εικόνες μυστικές.
Στο τέλος η βαθειά σιωπή σ' όλο τον κόσμο εχύθη.
Τότε ήρθε η χαύνα η έκσταση σαν όνειρο και λήθη
κι ανάμεσα εσταθήκανε γης και ουρανού οι ψυχές.
Παύλος Βαλδασερίδης
(Από τη συλλογή «Ἡ Ἀγάπη τῆς ὀμορφιᾶς»).