Λέγεται το ορισμένο τμήμα του σπαρμένου χωραφιού που αναλογεί στον κάθε θεριστή να θερίσει. Η λέξη πιθανό να έχει τη ρίζα της στη λέξη αντί (=αντίκρυ, απέναντι), υποδηλώνοντας έτσι την εργασία που ο θεριστής είχε μπροστά του για να εκτελέσει.
Από την λέξη αντάτζ'ιν προέρχεται, κατά πάσαν πιθανότητα, το ρήμα αντακώννω (=αρχίζω εργασία).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια