Άγγλος πολιτικός. Γεννήθηκε το 1916 και σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης απ’ όπου και αποφοίτησε το 1937, με τον τίτλο του διδάκτορος. Στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας του εμφανίστηκε το 1945, οπότε εξελέγη βουλευτής του Εργατικού κόμματος. Το 1947 έγινε υπουργός Εμπορίου στην κυβέρνηση του Κλήμεντ Άττλη. Παραιτήθηκε το 1951 και το 1954 συμμετείχε ξανά στην κυβέρνηση του Εργατικού Γκέιτσκελ. Το 1963 ανέλαβε την αρχηγία του Εργατικού κόμματος και τον Οκτώβριο του επομένου χρόνου εξελέγη πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Ο ίδιος και το κόμμα του ηττήθηκαν στις εκλογές του 1970, κέρδισαν όμως εκείνες του 1974. Ο Γουίλσον εξελέγη και πάλι πρωθυπουργός το 1974, και το 1976 παραιτήθηκε από το αξίωμα αυτό αλλά και από την αρχηγία του Εργατικού κόμματος, κι αποσύρθηκε από την πολιτική. Πέθανε το 1995.
Σχέσεις του προς την Κύπρο: Η κυριότερη σχέση του Χάρολντ Γουίλσον ως πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας προς την Κύπρο, αφορά την κρίση που δημιουργήθηκε στο νησί τον Ιούλιο του 1974 εξαιτίας του πραξικοπήματος της ελληνικής χούντας κατά του προέδρου Μακαρίου. Η κυβέρνηση Γουίλσον διέταξε τις στρατιωτικές δυνάμεις των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο να αποφύγουν οποιαδήποτε ανάμειξη στην κατάσταση που δημιουργήθηκε εξαιτίας του πραξικοπήματος, εκτός σε μια μόνο περίπτωση κατά την οποία έδωσε την άδεια να παραχωρηθεί αεροπορική διευκόλυνση στον πρόεδρο Μακάριο να φύγει εκτός Κύπρου. Πραγματικά, αφού ο Μακάριος μεταφέρθηκε από την Πάφο, στην οποία είχε καταφύγει, με ελικόπτερο στη στρατιωτική βάση Ακρωτηρίου, αναχώρησε από εκεί για το Λονδίνο μέσω Μάλτας. Στο Λονδίνο ο Μακάριος έγινε δεκτός ως αρχηγός κράτους από την κυβέρνηση του Χάρολντ Γουίλσον και είχε συνομιλίες με τον ίδιο τον Βρετανό πρωθυπουργό.
Τις μέρες εκείνες η αγγλική κυβέρνηση δέχθηκε τις πιέσεις του Τούρκου πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετζεβίτ για κοινή αγγλοτουρκική επέμβαση στην Κύπρο, βάσει της συνθήκης εγγυήσεως η οποία όριζε ως εγγυήτριες δυνάμεις της κυπριακής ανεξαρτησίας την Βρετανία, την Τουρκία και την Ελλάδα. Η Τουρκία θεωρούσε ότι η μια από τις τρεις αυτές εγγυήτριες χώρες, η Ελλάδα, είχε ήδη επέμβει στο νησί με το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την ανατροπή του στις 15.7.1974. Η άρνηση της κυβέρνησης Γουίλσον για κοινή αγγλοτουρκική δράση προς επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο, και η αδυναμία ή απροθυμία της να βρει άλλους τρόπους ειρηνικής διευθέτησης του όλου θέματος, ουσιαστικά υποβοήθησαν την Τουρκία στη λήψη της απόφασης για μονομερή στρατιωτική επέμβαση, που πραγματοποιήθηκε στις 20.7.1974.
Μετά την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, η κυβέρνηση του Χάρολντ Γουίλσον κατέβαλε προσπάθεια ειρηνικής διευθέτησης του Κυπριακού ζητήματος, προεδρεύοντας διά του υπουργού της των Εξωτερικών Κάλλαχαν στις συνομιλίες της Γενεύης. Σ’αυτές συμμετείχαν και οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας Γ. Μαύρος και Τ. Γκιουνές, και σε δεύτερη φάση και οι Γλ. Κληρίδης και Ρ. Ντενκτάς εκ μέρους των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου, αντιστοίχως. Οι συνομιλίες απέτυχαν εξ αιτίας κυρίως των απαράδεκτων αξιώσεων της Τουρκίας, η οποία είχε ήδη πάρει την απόφαση για τη δεύτερη φάση της εισβολής της στην Κύπρο και τη διχοτόμηση του νησιού.
Ούτε και κατά τη δεύτερη αυτή φάση της εισβολής υπήρξε ουσιαστική αντίδραση στην καταστροφή της Κύπρου από την κυβέρνηση του Χάρολντ Γουίλσον.