Τμήμα που υπάγεται στο υπουργείο Γεωργίας και Φυσικών Πόρων και έχει ευθύνη για τη διεξαγωγή ερευνών σχετικά με τα κοιτάσματα μετάλλων και αμετάλλων βιομηχανικών ορυκτών και πετρωμάτων, τη διερεύνηση των υπογείων υδατίνων πόρων και την αξιοποίησή τους, τη διεξαγωγή γεωλογικών γεωτεχνικών μελετών για μεγάλα υδατικά και άλλα αναπτυξιακά κυβερνητικά έργα κλπ.
Αρχικά (μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου, το 1960), το Τμήμα υπαγόταν στο υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας. Το 1963 άρχισε η εφαρμογή Σχεδίου Επισκόπησης των Υδατίνων και Ορυκτών Πόρων του νησιού από το Πρόγραμμα Αναπτύξεως των Ηνωμένων Εθνών, σε συνεργασία με το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης. Το Σχέδιο αυτό απετέλεσε σταθμό στην εξελικτική πορεία του Τμήματος, το οποίο, με τη συμπλήρωση του Σχεδίου το 1969 ήταν σε θέση να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στα κυβερνητικά αναπτυξιακά προγράμματα.
Το 1971 το Τμήμα τοποθετήθηκε υπό το υπουργείο Γεωργίας και Φυσικών Πόρων και ανέλαβε πλήρη ευθύνη των υπογείων υδατίνων πόρων και γενικά των υδρογεωλογικών ερευνών. Ταυτόχρονα ανέλαβε την ευθύνη για την ανόρυξη γεωτρήσεων για υδρευτικούς, αρδευτικούς, βιομηχανικούς και άλλους σκοπούς.
Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στον εντοπισμό νέων υδροφορέων για αντικατάσταση αυτών που απωλέσθησαν. Εντατικοποιήθηκε το γεωτρητικό πρόγραμμα για ύδρευση προσφυγικών συνοικισμών και άρδευση νέων εκτάσεων γεωργικής γης, και εντοπίσθηκαν νέες πηγές αδρανών και άλλων υλικών για την οικοδομική βιομηχανία, ενώ ετέθη σε εφαρμογή πρόγραμμα για την αξιοποίηση των αμετάλλων βιομηχανικών ορυκτών και πετρωμάτων της Κύπρου.
Το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης, διαθέτει τους ακόλουθους βασικούς κλάδους: 1) Οικονομικής Γεωλογίας 2) Υδρογεωλογίας 3) Μηχανικής Γεωλογίας, Γεωφυσικής και Σεισμολογίας, 4) Γενικής Γεωλογίας, Πληροφορικής και Χαρτογραφίας, 5) Γεωχημείας και Περιβαλλοντικής Γεωλογίας.