Βροχόπτωση είναι το φαινόμενο κατά το οποίο σωμάτια ύδατος πέφτουν από την ατμόσφαιρα και φθάνουν στην επιφάνεια της γης. Με την αυστηρά επιστημονική του έννοια, ο όρος βροχόπτωση υποδηλώνει την ποσότητα της βροχής, δηλαδή την ποσότητα του ατμοσφαιρικού ύδατος που φθάνει στη γη σε υγρή μορφή. Στην πράξη όμως χρησιμοποιείται αντί του γενικότερου όρου υετός για να εκφραστεί η ποσότητα γενικά του ύδατος που πέφτει από την ατμόσφαιρα στη γη είτε σε υγρή μορφή (βροχή) είτε σε στερεά μορφή (χιόνι, χαλάζι). Κάποτε χρησιμοποιείται και ο όρος «όμβρηση».
Η ποσότητα της βροχόπτωσης εκφράζεται σε ύψος, με μονάδες μέτρησης τα χιλιοστόμετρα (mm) ή τις ίντσες, και αντιπροσωπεύει το ύψος στο οποίο θα έφθανε το νερό της βροχής πάνω σε μια οριζόντια επιφάνεια αν δεν υπήρχε απορρόφηση, εξάτμιση ή απορροή του νερού.
Η μέτρηση της βροχόπτωσης γίνεται με ειδικά βαθμολογημένο ογκομετρικό κύλινδρο στον οποίο χύνεται το νερό της βροχής που συλλέγεται μέσα στο βροχόμετρο. Όταν πρόκειται για χιόνι ή χαλάζι μετρείται η ποσότητα του νερού που προκύπτει από το λιώσιμο της ποσότητας που έχει συλλέγει στο βροχόμετρο. Εκτός από τα συνηθισμένα βροχόμετρα υπάρχουν και τα αυτογραφικά, με μηχανισμό ρολογιού που περιστρέφει τύμπανο με ταινία καταγραφής, από την ανάλυση της οποίας υπολογίζεται τόσο η ποσότητα όσο και η διάρκεια και ένταση της βροχής.
Για να σημειωθεί βροχόπτωση ή άλλη μορφή υετού χρειάζεται να υπάρχουν τα κατάλληλα είδη νεφών. Τα βροχοφόρα νέφη πρέπει να έχουν κατακόρυφη έκταση αρκετή και άλλες ειδικές ιδιότητες και σύσταση για να λειτουργήσουν οι μηχανισμοί δημιουργίας των σταγόνων της βροχής, των νιφάδων του χιονιού ή των χαλαζοκόκκων. Οι μηχανισμοί αυτοί είναι πολύπλοκοι και σε αρκετές λεπτομέρειές τους σχετικά άγνωστοι όσον αφορά τις μικροφυσικές διεργασίες που συμβαίνουν μέσα στα νέφη, έτσι που οι πολύ μικρές σταγόνες ή οι παγοκρύσταλλοι να μεγαλώσουν αρκετά για να αρχίσουν να πέφτουν προς το έδαφος λόγω του βάρους τους. Ανάλογα με την αρχική μορφή τους και τη θερμοκρασία των κατωτέρων στρωμάτων της ατμόσφαιρας, τα σωμάτια του νερού που πέφτουν από τα νέφη φθάνουν στην επιφάνεια της γης είτε σε υγρή μορφή είτε σε στερεά.
Στην Κύπρο οι περισσότερες βροχές πέφτουν από τον Νοέμβριο ως τον Μάρτιο και οφείλονται είτε σε συστήματα χαμηλών ατμοσφαιρικών πιέσεων και μετώπων που κινούνται κυρίως από τα δυτικά προς τα ανατολικά, είτε σε αστάθεια στην ανώτερη ατμόσφαιρα. Στην αρχή του φθινοπώρου και στο τέλος της άνοιξης αλλά και το καλοκαίρι, πέφτουν βροχές, οι οποίες είναι κάποτε ραγδαίες, λόγω κυρίως τοπικής αστάθειας και ανοδικών ρευμάτων που δημιουργούνται από τη θέρμανση του εδάφους.
Η μέση ετήσια βροχόπτωση για ολόκληρη την Κύπρο στην τριακονταετία 1951-1980 ήταν 477 χιλιοστόμετρα. Στην περίοδο αυτή η πιο χαμηλή και πιο ψηλή ετήσια βροχόπτωση σε ένα υδρομετεωρολογικό έτος (Οκτώβριος Σεπτέμβριος του επόμενου χρόνου) ήταν αντιστοίχως 182 mm το 1972-73 και 750 mm το 1968-69.
Η κατανομή κατά μήνα της μέσης βροχόπτωσης της περιόδου 1951 - 1980 φαίνεται παραστατικά στο πιο κάτω ιστόγραμμα.
Στο χάρτη της μέσης ετήσιας βροχόπτωσης για το 1951 - 80 φαίνεται η σημαντική επίδραση του ανάγλυφου και του προσανατολισμού των διαφόρων περιοχών πάνω στην ποσότητα της βροχόπτωσης. Η βροχόπτωση στις νοτιοδυτικές προσήνεμες περιοχές αυξάνει από 450 mm στα παράλια σε 600 mm στις πλαγιές και στους πρόποδες της οροσειράς του Τροόδους και φθάνει τα 1.000 mm και περισσότερο στην κορυφή του Τροόδους. Στις υπήνεμες πλαγιές του Τροόδους η βροχόπτωση ελαττώνεται σταθερά και απότομα, κατεβαίνοντας προς τα βόρεια και τα ανατολικά με τιμές μεταξύ 300 και 400 mm στην κεντρική πεδιάδα και τα νοτιοανατολικά παράλια. Η οροσειρά του Πενταδάκτυλου στο βόρειο τμήμα του νησιού, με διεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά, προκαλεί σχετικά μικρή αύξηση στη βροχόπτωση, που φθάνει τα 550 mm στις κορυφογραμμές της.
Κλ. ΦΙΛΑΝΙΩΤΗΣ