Παραδοσιακό ένδυμα των αντρών, που φοριόταν τόσο στην Κύπρο όσο και σε άλλα μέρη του ελληνισμού και κυρίως νησιά (Κρήτη, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα). Σήμερα φοριέται ακόμη από ελάχιστους γέρους σε χωριά, και σπάνια πλέον απαντάται. Σε παλαιότερες όμως εποχές όλοι σχεδόν οι άντρες, ακόμη και παιδιά, φορούσαν στην Κύπρο την βράκα η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως το τοπικό εθνικό ανδρικό ένδυμα.
Αν και η καθαυτό βράκα είναι το κάτω μέρος της παραδοσιακής ανδρικής ενδυμασίας της Κύπρου, ωστόσο στην ευρύτερη έννοια της η λέξη βράκα (όπως και η λέξη βρακάς που σημαίνει τον άντρα που φορεί βράκα) υποδηλώνει ολόκληρη την ανδρική αμφίεση, που περιλαμβάνει, εκτός από την ίδια τη βράκα, και:
Η βράκα ήταν ωραιότατη ανδρική φορεσιά που φοριόταν με υπερηφάνεια σε παλαιότερες εποχές στην Κύπρο, όπου εθεωρείτο και σύμβολο ανδρισμού και λεβεντιάς. Στην Ελλάδα επίσης, φορέθηκε η βράκα κυρίως από νησιώτες, συνεπώς ναυτικούς, γιατί θεωρήθηκε ίσως πολύ πιο πρακτική από άλλα είδη στολής. Μερικοί από τους γνωστότερους ήρωες της ελληνικής επανάστασης (Κωνσταντίνος Κανάρης, Ανδρέας Μιαούλης κ.ά) φορούσαν βράκα η οποία δεν φαίνεται να υστερεί σε τίποτε (τουλάχιστον σε λεβέντικη εμφάνιση) από το άλλο εθνικό ελληνικό ένδυμα των αντρών, τη φουστανέλλα.
Καταγωγή της κυπριακής βράκας: Δεν είναι απόλυτα σαφές πότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο η βράκα και από πού εισήχθη. Aν και κατά καιρούς έγιναν από μελετητές συνδέσεις της κυπριακής βράκας με διάφορα άλλα ενδύματα, όπως τα περσικά σαράβαρα ή σαλβάρια, τις αναξυρίδες των Γαλατών, τα βυζαντινά βρακιά και κοντοβράκια και τα ποτούρια των Τούρκων και Αλβανών, ωστόσο η βράκα δεν φαίνεται να έχει οποιαδήποτε άμεση σχέση μ' όλα αυτά, ούτε και φαίνεται ν' αποτελεί άμεση, τουλάχιστον, εξέλιξη ενός από τα προαναφερθέντα ενδύματα. Τα σαλβάρια των Περσών ήταν μακριά και φουσκωμένα πανταλόνια. Οι γαλατικές αναξυρίδες ήταν είδος στενών πανταλονιών. Τα βρακιά των Βυζαντινών (που λέγονταν και βράκες) ήταν και πάλι πυζαμοειδή πανταλόνια που καμιά σχέση δεν έχουν με τη βράκα. Τα ποτούρια, που τα φορούσαν και οι Έλληνες Σαρακατσάνοι, ήταν και πάλι είδος πλατιού πανταλονιού.
Η βράκα, ωστόσο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι από τα πιο πάνω ενδύματα, πλησιάζει περισσότερο το γυναικείο περσικό σαλβάρι, αν το τελευταίο κοπεί στο κάτω μέρος του, ώστε να περιοριστεί περίπου από το ύψος των γονάτων και πάνω.
Κατά τον Μεσαίωνα πρώτοι οι Αλγερινοί πειρατές φόρεσαν ένα είδος σαλβαριού περιορισμένου όμως μέχρι τα γόνατα. Φαίνεται ότι ο περιορισμός του ενδύματος στο ύψος των γονάτων τους εξυπηρετούσε στις θαλασσινές εργασίες αλλά και μάχες που συχνά έδιναν, γιατί ήταν πιο άνετο κι επέτρεπε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και σβελτάδα. Οι Αλγερινοί κουρσάροι διέδωσαν το ένδυμα αυτό σε πολλές περιοχές, στις οποίες και καθιερώθηκε. Μεταξύ των περιοχών αυτών ήταν η Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, τα παράλια της Πελοποννήσου και της Μικράς Ασίας, και η Κύπρος. Η κάθε μια από τις περιοχές αυτές τροποποίησε την βράκα ανάλογα με τις δικές της συνθήκες και αντιλήψεις.
Ονομασία: Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη, βράκα ονομαζόταν η «αναξυρίς των Γαλατών: ἐσθῆσι χρῶνται καί ἀναξυρίσιν, ἃς ἐκεῖνοι [οι Γαλάτες] βράκας προσαγορεύουσιν...»
Αλλά και η αναφερόμενη στην Παλαιά Διαθήκη περισκελίς ταυτίζεται, κατά τους Εβδομήκοντα, προς την βράκα.
Την βράκα (αναξυρίδα) των Γαλατών γνώρισαν οι Ρωμαίοι, που την αναφέρουν με το ίδιο όνομα: braca, πληθ: bracae. Από τους Ρωμαίους η ονομασία πέρασε στους Βυζαντινούς, αν και το δικό τους βρακίον είναι διαφορετικό ένδυμα, που την διατήρησαν. Η ερμηνεία ότι η ονομασία της βράκας προέρχεται από την αρχ. ράκος δεν γίνεται σήμερα αποδεκτή.
Εξέλιξη: Η κυπριακή βράκα διαφέρει πολύ από το διασκευασμένο από τους Αλγερινούς πειρατές ένδυμα, το οποίο συνήθως εκείνοι φορούσαν μαζί με άλλα ελαφρά ρούχα και ξυπόλυτοι. Η βράκα προσαρμόστηκε στις κυπριακές συνθήκες, όπως ανάλογα προσαρμόστηκε και στις συνθήκες άλλων περιοχών της Μεσογείου. Ο Κύπριος βοσκός, για παράδειγμα, που περπατούσε πολύ στην ύπαιθρο, την φορούσε μαζί με ψηλά υποδήματα που τον προστάτευαν από τα αγκάθια και τα ερπετά. Άλλοι την φορούσαν με χαμηλότερα υποδήματα. Στη Μεσαορία επίσης, η βράκα είναι πολύ μεγάλη και φουσκωμένη, ενώ στην Πάφο είναι στενότερη. Γενικότερα, στον κάμπο είναι μεγαλυτέρων διαστάσεων, μάλιστα κάποτε αγγίζει την γη, σ' αντίθεση με τα ορεινά μέρη όπου τέτοια βράκα θα εμπόδιζε το βάδισμα σε ανώμαλο έδαφος και θα περιπλεκόταν σε φυσικά εμπόδια.
Το χρώμα της κυπριακής βράκας είναι επίσης σημαντικό. Σε άλλα μέρη, η βράκα απαντάται σε αποχρώσεις βαθιού μπλε, ή φοριέται και με άσπρες μπότες ή και με φανταχτερών χρωματισμών συμπληρώματα, όπως βαθύ κόκκινο ζωνάρι κλπ. Οι Τούρκοι φορούσαν και βράκες διαφόρων άλλων χρωματισμών, και κυρίως λευκές. Όμως στην Κύπρο, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, πολύχρωμα ρούχα είχαν δικαίωμα να φορούν μόνο οι Τούρκοι, ενώ αντίθετα οι Ραγιάδες υποχρεώνονταν να φορούν ρούχα μαύρα. Γι’ αυτό, η κυπριακή βράκα παρέμεινε μαύρου χρώματος, κι έτσι διατηρήθηκε. Διάφορα, αρμονικά κι όχι φανταχτερά, χρώματα χρησιμοποιήθηκαν με λιτότητα στη διακόσμηση του ζιμπουνιού, είδους γιλέκου των Κυπρίων βρακοφόρων.
Περιγραφή της βράκας: Η βράκα κατασκευάζεται από επιτόπιας κατασκευής υφάσματα, και βάφεται με μαύρο χρώμα. Στο πάνω μέρος της υπάρχει φαρδύ άνοιγμα, απ' όπου φοριέται. Μια θηλειά, που λέγεται βρακοθηλειά, κατασκευάζεται στο πάνω μέρος, και σ' αυτήν περνά η βρακοζώνα ή βρακοζώνιν που δένεται σφιχτά στη μέση και συγκρατεί τη βράκα. Στο κάτω μέρος, είναι κατασκευασμένα δυο ανοίγματα για τα πόδια, που φθάνουν λίγο πιο κάτω από το γόνατο, περίπου μέχρι το σημείο που φθάνει το πάνω μέρος της ποδίνας. Το υπόλοιπο ύφασμα της βράκας πέφτει στο κέντρο των δυο αυτών ανοιγμάτων, λέγεται βάκλα γιατί μοιάζει με τη βάκλα του αρνιού, ή και κάβαλλος, και το μέγεθός του ποικίλλει. Μέρος του υφάσματος αυτού ανυψώνεται στο πίσω μέρος και στερεώνεται στη μέση.
Για να καλύπτονται οι σούρες της βράκας που δημιουργούνται στο πάνω μέρος από τη βρακοθηλειά, πάνω απ' αυτήν φοριέται το ζωνάριν ή ζώστρα, πλατύ ύφασμα διαφόρων χρωματισμών ή και με υφαντά σχέδια. Το ύφασμα αυτό τυλίγεται και σφίγγεται γύρω από τη μέση, συγκρατεί δε και το πουκάμισο. Στη ζώστρα τοποθετούνται το πουγγί και το μαχαίρι.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια