Βρίσκεται κτισμένο στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου, σε βουνοκορφή ύψους 954 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Είναι το μεσαίο από τα τρία φρούρια της οροσειράς, έχοντας αριστερά και δεξιά του εκείνα του Αγίου Ιλαρίωνος και της Καντάρας. Το Βουφαβέντο ήταν επίσης γνωστό και ως Φρούριο των Λεόντων (του Λιόντα, κατά το Λεόντιο Μαχαιρά).
» Βλέπε Βίντεο: Κάστρο Βουφαβέντο
Στους θρύλους του κυπριακού λαού, το κάστρο αυτό, όπως κι εκείνα του Αγίου Ιλαρίωνος και της Καντάρας, είναι γνωστό και με τις ονομασίες Τα Σπίδκια της Ρήγαινας και Τα 100 (ή 101) Σπίδκια της Ρήγαινας. (Η Ρήγαινα, πρωταγωνιστικό πρόσωπο στις κυπριακές παραδόσεις και στους θρύλους, έχει πολλά κάστρα σε διάφορα μέρη της Κύπρου, χωριά, αυλές, παλάτια, και πλήθος τοπωνυμίων). Κατά τον Σίμο Μενάρδο, η ονομασία Βουφαβέντο του κάστρου είναι ο ιταλικός (εξιταλισμένος) τύπος του ονόματος Κουτσοβέντης (βλ. Σ. Μενάρδου, Ἡ Ρήγαινα, 1901). Η παράδοση λέγει ότι το καθένα από τα τρία κάστρα του Πενταδάκτυλου αποτελείται από 101 σπίδκια (δωμάτια), όμως αν τα μετρήσεις θα τα βρεις 100. Το 101ο δεν βρίσκεται, κι αυτό είναι το μυστικό δωμάτιο της μυστηριώδους και πάντα ωραίας Ρήγαινας, στο οποίο είχε κρυμμένους τους θησαυρούς της.
Το κάστρο Βουφαβέντο είναι κτισμένο σε απρόσιτη κορφή του Πενταδάκτυλου, την υψηλότερη της οροσειράς ανατολικά της Κερύνειας. Στο δυτικό τμήμα της οροσειράς, μια μόνο κορφή είναι υψηλότερη, εκείνη του Κυπαρισσόβουνου (Ακρόμαντρα), ύψους 1.024 μέτρων. Το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος βρίσκεται σε υψόμετρο 725 μέτρων, κι εκείνο της Καντάρας σε υψόμετρο 630 μέτρων. Έτσι, το Βουφαβέντο δέσποζε ολόκληρης σχεδόν της Κύπρου εκτός των νοτιοδυτικών περιοχών του νησιού, κι αποτελούσε έξοχο παρατηρητήριο από το οποίο, όπως λέγει ο Εστιέν ντε Λουζινιάν, μεταδίδονταν στη Λευκωσία και στην Κερύνεια σήματα με φωτιές και καπνούς για τις κινήσεις των εχθρικών καραβιών. Στους πρόποδες της κορφής όπου κτίστηκε το κάστρο, βρίσκεται το μοναστήρι του Αγίου Χρυσοστόμου.
Το Βουφαβέντο κτίστηκε στα τέλη του 11ου ή τις αρχές του 12ου αιώνα από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό. Ωστόσο η μοναδική πληροφορία που έχουμε από την εποχή αυτή είναι ότι το κάστρο, μαζί με άλλα, είχε παραδοθεί στον Ριχάρδο Λεοντόκαρδο, μετά την ήττα του Ισαακίου Κομνηνού, το 1191. Τότε αναφέρεται για πρώτη φορά κι η ονομασία Buffeventum ή Buffevent. (Με το ίδιο όνομα υπάρχει κι ένα φρούριο στη Σαβοΐα).
Οι Λουζινιανοί, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, πρόσθεσαν στα αρχικά κτίσματα των Βυζαντινών νέους χώρους και ανακατασκεύασαν την είσοδο του κάστρου.
Το Βουφαβέντο, καθώς και άλλα φρούρια, καταστράφηκε από τους Βενετούς, στις αρχές του 16ου αιώνα (μετά το 1529), όταν αυτοί, σαν κυρίαρχοι της Κύπρου, αναμένοντας τουρκική εισβολή, συγκέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην ενίσχυση της άμυνας της Λευκωσίας και παραλιακών πόλεων. Το κάστρο εξακολουθούσε όμως να χρησιμοποιείται ως παρατηρητήριο και να προσφέρει καταφύγιο σε πολλούς, σε κρίσιμες στιγμές. Σ’ αυτό το κάστρο, και σ’ εκείνο του Αγίου Ιλαρίωνος, αναφέρεται ότι είχαν καταφύγει, στις παραμονές της τουρκικής εισβολής του 1570, αρκετοί απ' όσους δεν ήσαν σε θέση να πολεμήσουν.
Το κάστρο, με την τοποθέτησή του σε απρόσιτη κορφή, αποτελούσε τέλειο καταφύγιο σε καιρούς πολέμου. Ταυτόχρονα χρησιμοποιήθηκε και σαν φυλακή. Το 1311 ο βασιλιάς της Κύπρου Ερρίκος Β' (1285 - 1324) φυλάκισε στο Βουφαβέντο τον αδελφό του Χαμερίν και τον ευγενή Βαλιάν ντ' Ιμπελέν (Ιβελίνο) γιατί είχαν πάρει μέρος στην εναντίον του συνωμοσία του πρίγκιπα της Τύρου και αδελφού του επίσης, Αμωρύ. Το 1368 ο βασιλιάς της Κύπρου Πέτρος Α' (1359 - 1369) διέταξε τη μεταφορά του Ιωάννη Βισκόντη από το φρούριο της Κερύνειας στο κάστρο του Βουφαβέντο, στο οποίο φυλακίστηκε και πέθανε. Ο Βισκόντης, έμπιστος του βασιλιά, είχε κατηγορηθεί ως συκοφάντης κι είχε καταδικαστεί, επειδή είχε αποκαλύψει στον Πέτρο ερωτική περιπέτεια της συζύγου του βασίλισσας Ελεονώρας. Αργότερα, το 1383, φυλακίστηκαν επίσης στο Βουφαβέντο οι αδελφοί Περότ και Βιλμόντ ντε Μοντολίφ, που είχαν κατηγορηθεί ως προδότες και τελικά είχαν αποκεφαλιστεί.
Αρχιτεκτονική
Η διαμόρφωση του κάστρου προσαρμόστηκε στη φυσική διάπλαση του εδάφους. Αποτελείται από δυο ακανόνιστου σχήματος ζώνες, που βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα και περιβάλλονται από τείχος. Το τείχος συμπληρώνει, στα σημεία που χρειάζεται, τον φυσικό βραχώδη περίβολο του κάστρου.
Η χαμηλή ζώνη περιλαμβάνει τον άλλοτε διώροφο πύργο της εισόδου, που ανακατασκευάστηκε από τους Λουζινιανούς. Σήμερα σώζεται μόνο το ισόγειο του πύργου, που καλύπτεται με σταυροθόλια. Η είσοδος βρίσκεται στον ανατολικό τοίχο του πύργου, και αποτελείται από οξυκόρυφο τόξο κτισμένο με πωρόλιθους. Στα δυτικά της εισόδου υπάρχει ένα σύμπλεγμα από δωμάτια, της εποχής των Λουζινιανών: ένα δωμάτιο καλυμμένο με καμάρα, περίπου 3,70 μ. Χ 3,60 μ., και στα βόρειά του άλλα δυο ερειπωμένα δωμάτια, μερικώς λαξευμένα στον βράχο. Στα δυτικά του πρώτου δωματίου υπάρχει μεγάλη καμαροσκέπαστη αίθουσα, 6,30 μ. Χ 7,60 μ., με δυο υδατοδεξαμενές στο δάπεδό της. Στην ίδια εποχή της Φραγκοκρατίας ανήκουν και μικροί καμαροσκέπαστοι χώροι, πιθανώς οπλοστάσια, στο ίδιο σύμπλεγμα, τοποθετημένοι αριστερά και δεξιά της πέτρινης σκάλας. Η τελευταία επισκευάστηκε και συμπληρώθηκε από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, το 1959.
Στο δυτικό άκρο της χαμηλής ζώνης βρίσκεται διώροφο ερειπωμένο κτίριο της Βυζαντινής εποχής, που καλυπτόταν παλαιότερα με ξύλινη στέγη. Το κτίριο περιλαμβάνει στο ισόγειο τρεις ορθογώνιες αίθουσες. Η μεγαλύτερη απ' αυτές στα νοτιοανατολικά (7,00 μ. Χ 11,00 μ.) είχε άλλοτε ξύλινη οροφή που στηριζόταν σε ξύλινη δοκό και πάσσαλο στο κέντρο. Στα νοτιοδυτικά της βρίσκεται μικρότερη αίθουσα (7,50 μ. Χ 3,30 μ.) με τον νότιο τοίχο της σε σχήμα τμήματος κύκλου. Η τρίτη αίθουσα στα βορειοδυτικά (περίπου 10,00 μ. Χ 3,00 μ.) έχει θέα προς την Κερύνεια και είναι σήμερα ερειπωμένη.
Μεταξύ του βυζαντινού κτιρίου και του φράγκικου συμπλέγματος, βρισκόταν το μεσαιωνικό αποχωρητήριο.
Η δεύτερη ζώνη, πολύ ψηλότερα και στα βόρεια της πρώτης, περικλείει στο κέντρο της, που είναι και το ψηλότερο σημείο, ένα ερειπωμένο ορθογώνιο κτίριο της εποχής των Λουζινιανών, καλυμμένο με σταυροθόλια, που χρησίμευε ως παρεκκλήσι. Στα δυτικά του υπάρχει μια σειρά από τέσσερα δωμάτια της Βυζαντινής εποχής, διαφορετικών διαστάσεων το καθένα. Στο μεγαλύτερο απ' αυτά, στα ανατολικά (8,00 μ. Χ 5,80 μ.) βρίσκονται στο δάπεδό του δυο υδατοδεξαμενές που συγκέντρωναν το νερό της βροχής από την επίπεδη στέγη με κάθετες σωλήνες. Ο βόρειος τοίχος των δωματίων αυτών προεκτείνεται προς τα δυτικά και περικλείει εξέδρα από την οποία πιθανό να μεταδίδονταν τα σήματα προς τη Λευκωσία και την Κερύνεια. Ανατολικά του φράγκικου παρεκκλησιού βρίσκονται τα ερείπια άλλων δυο δωματίων, της Βυζαντινής εποχής.
Εκτός από τις δυο κύριες ζώνες, στα νότια της εισόδου υπάρχει μεγάλη αίθουσα (πιθανώς στάβλοι) έξω από το φρούριο. Άλλη υδατοδεξαμενή υπάρχει έξω από τον βόρειο περίβολο του φρουρίου.
Όπως διαφαίνεται και από την περιγραφή του, το φρούριο Βουφαβέντο έχει περισσότερο χαρακτήρα οικιστικού συμπλέγματος παρά οχυρού. Ο απρόσιτος χώρος στον οποίο είναι κτισμένο, πρόσφερε ικανοποιητική άμυνα, γι’ αυτό και δεν υπήρχε ανάγκη να ενισχυθεί περισσότερο με κατάλληλα τεχνικά έργα.