Βενιζέλος Σοφοκλής

Image

Έλληνας πολιτικός, δευτερότοκος γιος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Γεννήθηκε στα Χανιά το 1894 και πέθανε το 1964 σε πλοίο, καθ’οδόν από την Κρήτη στον Πειραιά. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων και πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους. Αναμείχθηκε στην πολιτική, στο πλευρό του πατέρα του, τον οποίο και ακολούθησε σε διάφορες πολιτικές αποστολές αλλά και πολιτικές περιπέτειες. Με τον βαθμό του ταγματάρχη συμμετείχε στην αποτυχημένη Μικρασιατική εκστρατεία. Το 1920 εξελέγη βουλευτής Χανίων και αργότερα υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι ως στρατιωτικός ακόλουθος. Ξανάφυγε στο Παρίσι το 1933, μετά την ήττα των βενιζελικών στην Ελλάδα, και το 1936, μετά την επιβολή της δικτατορίας Ιωάννη Μεταξά. Κατά τη διάρκεια του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον ως στρατιωτικός ακόλουθος. Το 1943 ανέλαβε υπουργός Ναυτικών στην εξόριστη (στο Κάιρο) ελληνική κυβέρνηση του Εμ. Τσουδερού. Ανέλαβε επίσης την αντιπροεδρία στην εξόριστη κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στην Ελλάδα το 1945 και αναμείχθηκε ενεργά στα πολιτικά πράγματα της χώρας τις παραμονές του εμφυλίου πολέμου, συμμετέχοντας σε κυβερνήσεις και σε πολιτικά σχήματα, και ως αρχηγός ο ίδιος του κόμματος των βενιζελικών Φιλελευθέρων. Υπηρέτησε ως υπουργός σε διάφορες κυβερνήσεις και ως αντιπρόεδρος. Το 1950-51 υπηρέτησε ως πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών, συνεργαζόμενος με τον Γ. Παπανδρέου, και ως αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση του Ν. Πλαστήρα το 1951 - 52, οπότε διαπραγματεύθηκε και την ένταξη της Ελλάδας στο NATO. Μετά την άνοδο του στρατάρχη Παπάγου, τέλη του 1952, το πολιτικό του άστρο άρχισε να δύει. Εξελέγη το 1956 βουλευτής και το 1958 συνεργάστηκε ξανά με τον Παπανδρέου. Το 1963, μετά την εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου του Γ. Παπανδρέου, ανέλαβε ως αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών. Λίγο πριν από τις εκλογές του Φερουαρίου 1964, κι ενώ επέστρεφε από προεκλογική περιοδεία στην Κρήτη, πέθανε από καρδιακή προσβολή στο πλοίο «Ελλάς».

 

Σχέσεις προς την Κύπρο: Ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ως στέλεχος διαφόρων ελληνικών κυβερνήσεων, αντιμετώπισε και χειρίστηκε το Κυπριακό ζήτημα για σύντομα χρονικά διαστήματα και, ιδιαίτερα, σε δυο κρίσιμες για την Κύπρο περιόδους, το 1951-52 ως πρωθυπουργός και το 1963 ως υπουργός των Εξωτερικών. Επίσης, σε πολλές άλλες σοβαρές περιπτώσεις ο Βενιζέλος, ως στέλεχος της ελληνικής αντιπολίτευσης, είχε και εξέφραζε απόψεις επί του Κυπριακού, που λαμβάνονταν σοβαρά υπ' όψιν.

 

Το 1951 και το 1952 ο Βενιζέλος αντιμετώπισε τις πιέσεις του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' που επιτακτικά αξίωνε από την ελληνική κυβέρνηση να διεθνοποιήσει το Κυπριακό (το οποίο η Αγγλία θεωρούσε ανύπαρκτο) και να το θέσει προς συζήτηση στον ΟΗΕ. Δυο φορές ο Βενιζέλος αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα του Μακαρίου και ήλθε σε σοβαρή ρήξη μαζί του. Ο Μακάριος κινητοποίησε τότε τον ελληνικό λαό και διάφορες ελληνικές οργανώσεις κατά του Βενιζέλου και απείλησε ότι «θα τον καταγγείλει στον ελληνικό λαό». Και πραγματικά ο Μακάριος, σε ραδιοφωνική ομιλία του στις 25.7.1952, κατήγγειλε τόσο την ελληνική κυβέρνηση του Βενιζέλου όσο και την αντιπολίτευση ότι: «εἰς τήν ἀξίωσιν τοῦ Ἒθνους περί προσφυγῆς [στον ΟΗΕ], ἀπήντησαν μέ δισταγμόν καί νυσταγμόν, ὃτι παρακολουθοῦν τό ζήτημα ἀγρύπνως...»

 

Η αδυναμία της κυβέρνησης Βενιζέλου, καθώς και κάθε ελληνικής κυβέρνησης τότε, για προώθηση του Κυπριακού, οφειλόταν στο ότι η Ελλάδα η οποία μόλις πρόσφατα είχε συνέλθει από τα δεινά του εμφυλίου σπαραγμού, ήταν πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά εξαρτώμενη από την Αγγλία, από την οποία δεν ήταν σε θέση να έχει αξιώσεις. Εξάλλου, όπως ο ίδιος ο Βενιζέλος ανέφερε αργότερα στην Βουλή των Ελλήνων (12 Δεκεμβρίου 1958), «σταθερῶς ἡ Ἀμερική μᾶς ἀπέτρεπε νά προσφύγωμεν εἰς τά Ἡνωμένα Ἒθνη... Αὐτός εἶναι ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον, κατά τό 1951 - 1952, παρά τάς πιέσεις τοῦ ἀρχιεπισκόπου, δέν ἐδέχθην  νά ὑπάγω εἰς τά Ἡνωμένα Ἒθνη»... (Πρακτικά 29ης  συνεδρίας της Ελλ. Βουλής).

 

Ωστόσο, κάτω από την πίεση του αρχιεπισκόπου και του ελληνικού λαού, ο Βενιζέλος είχε αναγκαστεί κατά το 1951 να δηλώσει επίσημα, από το βήμα της Βουλής, ότι το αίτημα των Κυπρίων για ένωση με την Ελλάδα ετίθετο συστηματικά από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις από το 1912 κ.ε., και ότι το αίτημα εξακολουθούσε να υφίσταται. Εάν όμως δεν προωθήθηκε, τούτο οφειλόταν στην «αβρότητα» των ελληνικών κυβέρνησεων που ανέμεναν «φιλικό διακανονισμό» του με την Αγγλία.

 

Ενώ ο Μακάριος εξακολουθούσε να πιέζει και ν' απειλεί ότι θα ζητούσε από τη Συρία να εγγράψει το Κυπριακό στον ΟΗΕ, ο Βενιζέλος αποφάσισε να θέσει επίσημα το Κυπριακό σε συζήτηση με την αγγλική κυβέρνηση, έδωσε δε σχετικές εντολές στον Έλληνα πρέσβη στο Λονδίνο Γ. Μελά να αρχίσει προκαταρκτικές ενέργειες. Τη γραμμή αυτή ακολούθησε και η κυβέρνηση που διαδέχθηκε εκείνη του Βενιζέλου.

 

Όταν η Αγγλία συγκάλεσε τη γνωστή τριμερή διάσκεψη για το Κυπριακό, η οποία συνάντησε τη θυελλώδη αλλά όχι αποτελεσματική αντίδραση του Μακαρίου, εξαιτίας της συμμετοχής της Τουρκίας, ο Βενιζέλος από την πλευρά της ελληνικής αντιπολίτευσης, ετάχθη υπέρ, με το δικαιολογητικό ότι δεν έπρεπε να τεθεί θέμα συμμετοχής της Τουρκίας για να μη διαταραχθεί η συμμαχία με τη χώρα αυτή, και πρόσθεσε πως ίσως ήταν σκόπιμο να γίνουν προκαταρκτικές συζητήσεις Ελλάδας και Τουρκίας.

 

Κατά το 1956, ενώ στην Κύπρο διεξαγόταν ο ένοπλος αγώνας για την ένωση κι ο Μακάριος βρισκόταν στην εξορία, στην Ελλάδα ο υπουργός των Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ συζητούσε παρασκηνιακά ακόμη και θέμα διχοτόμησης του νησιού. Την ίδια εποχή, ο Βενιζέλος, που ανήκε στην αντιπολίτευση, έθεσε για πρώτη φορά θέμα ανεξαρτησίας της Κύπρου. Όπως ο ίδιος ανέφερε αργότερα (Πρακτικά Βουλής, της 13.12.1958), σε συνομιλία του με τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα Άλλεν του είπε: «τό χειρότερον, τό ὁποῖον δύναται νά συμβῇ εἰς ἡμᾶς, θά εἶναι οἱ Κύπριοι νά εἶναι εὐχαριστημένοι ὡς ἀνεξάρτητον κράτος... ὁπότε ἡμεῖς θά ἀρκεσθῶμεν νά ἔχωμεν μίαν δευτέραν Ἑλλάδα εἰς τήν Κύπρον»...

 

Μετά τη ρύθμιση του Κυπριακού με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, ο Βενιζέλος ετάχθη αδιάλλακτα υπέρ της ακύρωσης των συμφωνιών αυτών. Ως υπουργός των Εξωτερικών όμως κατά το 1963, και ως αντιπρόεδρος, υποστήριξε επίσημα στο NATO και σε επαφές με την τουρκική κυβέρνηση τον «φιλικό διακανονισμό» των προβλημάτων μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου, και μετά την κρίση του Δεκεμβρίου του 1963 έκαμε επίσημη έκκληση στον λαό της Κύπρου «να προσφέρει παράδειγμα καλής συνεργασίας και αδελφοσύνης».

Φώτο Γκάλερι

Image