Λέγεται και αντζουλόβατος. Ο σμίλαξ των αρχαίων Ελλήνων. Φυτό φαρμακευτικό, αναφερόμενο από τον Διοσκουρίδη. Επιστημονική ονομασία: Smilax aspera, της οικογένειας των Λιλιωδών (Liliaceae). Αυτοφυής στην Κύπρο θάμνος, που φθάνει σε ύψος έως και πέραν του ενός μέτρου. Έχει φύλλα καρδιόσχημα. Άνθη πρασινοκίτρινου έως ροζ-καφέ χρώματος. Οι καρποί είναι βατόμουρα σε τσαμπιά, κοκκινωπού χρώματος. Ανθίζει μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου. Απαντάται σε δασικές εκτάσεις παντού στην Κύπρο και είναι φυτό πολύ κοινό σε περιοχές του Τροόδους, ιδίως δε στην περιοχή Πιτσιλιάς και στον Ακάμα.
Το φυτό έχει φαρμακευτικές ιδιότητες και εχρησιμοποιούντο ιδίως τα στελέχη και οι καρποί του ως διουρητικά, τονωτικά και ως αντίδοτα δηλητηριάσεων. Σε παλαιότερες εποχές οι άνθρωποι συνήθιζαν να λιώνουν τους καρπούς του φυτού, να σμίγουν τον χυμό με ρόφημα και να το δίνουν σε νεογέννητα, ώστε, όπως πίστευαν, να γίνονταν άτομα ανθεκτικά σε δηλητηριάσεις. Οι καρποί τρώγονται. Επίσης οι νεαροί βλαστοί του φυτού μαγειρεύονται όπως και τα αγρέλια*.