Το μοναστήρι της Παναγίας Αψινθιώτισσας είναι κτισμένο σε μια φυσική εξέδρα της νότιας πλαγιάς της κορφής Κακοσκάλα της οροσειράς του Πενταδάκτυλου και σε απόσταση 15 χμ. βόρεια της Λευκωσίας, κοντά στο χωριό Σιχαρί. Το μοναστήρι ήταν διαλυμένο ήδη από τον 18ο αιώνα και βαθμιαία είχε ερειπωθεί. Ήταν ένα από τα πιο σημαντικά μοναστήρια της Μέσης Βυζαντινής περιόδου στην Κύπρο. Φαίνεται ότι είχε ιδρυθεί στα τέλη του 11ου αιώνα, εποχή μεγάλης ακμής του μοναχικού βίου και ίδρυσης των πιο σημαντικών μοναστηριών στην Κύπρο.
Βλέπε λήμμα: Βυζαντινή Εποχή
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση,το μοναστήρι πήρε το όνομα του από ένα θάμνο, την αψινθιά που σκέπαζε καλά το στόμα της σπηλιάς μέσα στην οποία κάποιος καλόγηρος έκρυψε την εικόνα της Παναγίας για να την σώσει από την καταστροφική μανία των εικονομάχων. Μετά από χρόνια όταν έγινε η αναστήλωση των εικόνων, οι κάτοικοι της γύρω περιοχής έβλεπαν ένα παράξενο φως να λάμπει στο σημείο αυτό του βουνού. Βρήκαν την εικόνα και έκτισαν λίγο πιο κάτω ένα μοναστήρι στο όνομα της Παναγίας.
Ιστορία του μοναστηριού
Δυστυχώς δεν υπάρχουν γραπτές πληροφορίες για την ιστορία του μοναστηριού αυτού. Σημαντικές πηγές για την ιστορία του είναι τα ίδια τα ερείπια του μοναστηριού. Από επιστολή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού, πληροφορούμαστε ότι το 1223 ο ηγούμενος της μονής Αψινθίων Λεόντιος, μαζί με τον επίσκοπο Σολέας Λεόντιο, πήγε στη Νίκαια, πρωτεύουσα τότε του Βυζαντινού κράτους, για να ζητήσει ενίσχυση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου στον αγώνα της εναντίον της λατινικής καταπίεσης. Η επόμενη πληροφορία για το μοναστήρι της Αψινθιώτισσας βρίσκεται στο Χρονικόν του Γεωργίου Βουστρώνιου. Ο Βουστρώνιος αναφέρεται σε μια συνωμοσία για την παράδοση του φρουρίου της Κερύνειας στην Καρλόττα το 1473, στις 15 Αυγούστου, που «γινίσκεται προσκύνημαν εἰς τά Ψηθία». Ο ίδιος χρονογράφος αναφέρει ότι «εἰς τούς 1487.... τῇ α' Φεβρουαρίου ἐπῆγεν ἡ ρήγαινα [Αικατερίνη Κορνάρο] νά προσκυνήσῃ εἰς τά Ψηθία». Το 1530 ο ιερομόναχος Αμβρόσιος του μοναστηριού των Ανδρείων έγραψε μηναίο που κατέθεσε στο μοναστήρι Αψινθίων.
Στα τέλη του 15ου και το πρώτο μισό του 16ου αιώνα, το μοναστήρι της Αψινθιώτισσας είχε αρκετή περιουσία, δυο χωριά και εισόδημα 200 δουκάτα, όπως αναφέρει έκθεση για την Κύπρο, στην ιταλική, προς τη Βενετία.
Παρακμή κατά την Τουρκοκρατία
Το μοναστήρι άρχισε να παρακμάζει ύστερα από την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους (1570/1). Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας έχασε την αυτονομία του κι έγινε μετόχι του Παναγίου Τάφου κι εξάρτημα του μοναστηριού του Αγίου Χρυσοστόμου. Το 1735 ο Ρώσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκυ αναφέρει ότι το μοναστήρι ήταν μισοερειπωμένο κι ο τρούλλος του ναού ετοιμόρροπος, έμενε δε εκεί ένας μόνο φτωχός μοναχός.
Αρχιτεκτονική
Ο ναός και η τράπεζα του μοναστηριού αναστηλώθηκαν από το Τμήμα Αρχαιοτήτων μεταξύ 1963 και 1967. Η αναστήλωση αυτή έδωσε την ευκαιρία για έρευνα, τόσο του ναού όσο και της τράπεζας, που είναι και η μοναδική βυζαντινή τράπεζα που έχει σωθεί στην Κύπρο. Το μοναστήρι της Αψινθιώτισσας, όπως φαίνεται από την αρχιτεκτονική και την τοιχοδομία τόσο του ναού όσο και της τράπεζας, κτίστηκε στα τέλη του 11ου αιώνα. Η μεγάλη χρήση τούβλων στα τόξα, στις καμάρες και στις παραστάδες και η εναλλαγή λίθων και τούβλων στους ελεύθερους ανατολικούς πεσσούς που στηρίζουν τον τρούλλο, παρουσιάζεται στην Κύπρο αυτή την εποχή και συνεχίζει και την πρώτη δεκαετία του 12ου αιώνα. Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού, εξαγωνικός, είναι μοναδικός και πρέπει να συνδεθεί με τον οκταγωνικό τύπο. Φαίνεται ότι κτίστηκε μετά το 1190 και πριν από το 1210. Σ' αυτή την περίοδο οδηγούν και οι αρχαιότερες τοιχογραφίες που σώθηκαν στην αψίδα του ναού. Ο ναός έχει διαστάσεις 25,50 Χ 10,50 μέτρα, μαζί με τον νάρθηκα και το πρόπυλο. Ο νάρθηκας κατέληγε στο βορρά και στο νότο σε αψίδες, όπως κι ο νάρθηκας του καθολικού του μοναστηριού Χρυσοστόμου, ο νάρθηκας του ναού της Ασίνου κ.α. Ο νάρθηκας καλυπτόταν, φαίνεται, με σταυροθόλια, ενώ το πρόπυλο με ημικυλινδρική καμάρα. Στα τέλη του 11ου αιώνα φαίνεται ότι ο ναός κινδύνευσε να καταρρεύσει, γι' αυτό και κτίστηκαν εσωτερικές αντηρίδες και τόξα για στήριξη του τρούλλου και της αψίδας. Τότε το σταυροθόλιο που κάλυπτε το κεντρικό τμήμα του νάρθηκα κατέπεσε κι αντικαταστάθηκε με γοτθικό σταυροθόλιο. Λίγο αργότερα κατέρρευσε και η βόρεια αψίδα του νάρθηκα κι αντικαταστάθηκε με ευθύ τοίχο. Ταυτόχρονα επισκευάστηκε κι ο βόρειος τοίχος του ναού κι ανοίχθηκε μια θύρα στο βόρειο τοίχο. Τότε επίσης κτίστηκαν νέοι τοίχοι και καμάρα με λιθοδομή στο πρόπυλο για στήριξη της αρχικής κατασκευής.
Ο ναός επικοινωνούσε με τον νάρθηκα με τρεις θύρες. Άλλη θύρα υπήρχε στο δυτικό άκρο του νότιου τοίχου του ναού. Ο νάρθηκας, εκτός από την κύρια είσοδο στο μέσο του δυτικού τοίχου, είχε και δυο θύρες στο κέντρο των δυο ημικυκλικών αψίδων. Δεξιά κι αριστερά από το πρόπυλο υπήρχαν δυο χαμηλά κλειστά δωμάτια που καλύπτονταν με καμάρα. Στο ναό και τον νάρθηκα σώθηκαν κομμάτια από τοιχογραφίες του 12ου αιώνα, του 14ου αιώνα και του 16ου αιώνα.
Η τράπεζα του μοναστηριού της Αψινθιώτισσας είναι κτισμένη στα βόρεια του ναού κι έχει εσωτερικές διαστάσεις 20 Χ 5 μέτρα. Στ' ανατολικά καταλήγει, όπως συνήθως οι βυζαντινές μοναστηριακές τράπεζες, σε αψίδα. Καλυπτόταν με τρία σταυροθόλια και μια καμάρα ημικυκλική μπροστά στην αψίδα. Στον βόρειο τοίχο, που σωζόταν σ’ όλο το ύψος του, υπήρχαν 3 στενόμακρα παράθυρα. Και τα τόξα της τράπεζας ήσαν κατασκευασμένα από τούβλα.
Η τράπεζα είχε δυο θύρες στον νότιο τοίχο. Στην αψίδα της τράπεζας σώθηκαν τοιχογραφίες σε καλή σχετικά κατάσταση. Κομμάτια από τοιχογραφίες σώζονταν και στον βόρειο τοίχο. Οι τοιχογραφίες της τράπεζας, τουλάχιστον αυτές της αψίδας που μπορούσαν να εξετασθούν, χρονολογούνται στις αρχές του 12ου αιώνα.
Πηγή