Το μοναστήρι της Αχειροποιήτου βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της αρχαίας Λαπήθου (Λάμπουσας), κι είναι κτισμένο στην ακρογιαλιά. Αποτελείται από ένα διώροφο κτίριο σε σχήμα Γ, που κλείει την βόρεια πλευρά και μέρος της δυτικής πλευράς, με επάλληλες στοές, μπροστά στα κελιά, που στηρίζονται σε τόξα. Το μοναστηριακό αυτό κτίριο είναι του 18ου αιώνα. Στο ανατολικό ήμισυ του νότιου περιβόλου είναι κτισμένα τρία ισόγεια δωμάτια με στοά που στηρίζεται σε τοξοστοιχία. Τα δωμάτια αυτά, που είχαν ερειπωθεί, επισκευάστηκαν κατά τη δεκαετία του 1950 και αργότερα διαμορφώθηκαν σε μικρό μουσείο. Σ' αυτό είχαν τοποθετηθεί μωσαϊκά δάπεδα που αφαιρέθηκαν από παρακείμενο χώρο στ' ανατολικά του μοναστηριού και αρχιτεκτονικά μέλη που προέρχονταν είτε από την παλαιοχριστιανική βασιλική πάνω στην οποία είναι κτισμένη η εκκλησία του μοναστηριού, είτε και από τον χώρο της αρχαίας Λαπήθου (Λάμπουσας). Την ανατολική πλευρά και το δυτικό ήμισυ της νότιας πλευράς και την δυτική πλευρά κλείει μανδρότοιχος.
Στο κέντρο περίπου της αυλής είναι κτισμένη η εκκλησία του μοναστηριού. Είναι κτισμένη στο κεντρικό κλίτος μιας μεγάλης πεντάκλιτης βασιλικής, από την οποία διασώζεται ο ημικυλινδρικός τοίχος της αψίδας μέχρι τη γέννηση του τεταρτοσφαιρίου. Η αψίδα αυτή ενσωματώθηκε στο σημερινό ναό όπως ήταν, και γι’ αυτό είναι ψηλότερη από την ανατολική καμάρα της εκκλησίας. Σε κάποια περίοδο ο ημικυλινδρικός τοίχος της αψίδας περιεβλήθη με δεύτερο ημικυλινδρικό τοίχο, με αποτέλεσμα να διπλασιαστεί το πάχος του που αρχικά ήταν μόνο 75 εκατοστόμετρα. Στην παλαιοχριστιανική βασιλική ανήκει και το μαρμαροθέτημα του δαπέδου καθώς και οι κίονες και τα θωράκια που είναι ενσωματωμένα στο ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο της εκκλησίας. Το εικονοστάσιο προέρχεται από διάφορες εποχές (16ος - 18ος αιώνας).
Η πεντάκλιτη βασιλική είχε τις αψίδες του κεντρικού κλίτους και των δυο πλάγιων εσωτερικών κλιτών εγγεγραμμένες σε ευθύ ανατολικό τοίχο, όπως πολλές βασιλικές της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Μικρός Ασίας. Τα εξωτερικά πλάγια κλίτη ήταν μικρότερα των άλλων και κατέληγαν σε ευθύ ανατολικό τοίχο που βρισκόταν σε υποχώρηση σε σχέση με τον ευθύ τοίχο που περιέκλειε τις αψίδες των άλλων τριών κλιτών. Η μεγάλη κεντρική αψίδα της βασιλικής είχε, στα δυο άκρα, διόδους όπως οι βασιλικές του Αγίου Επιφανίου, των Σόλων, της Περγαμηνιώτισσας και της Αφέντρικας Ριζοκαρπάσου. Με τις διόδους αυτές επικοινωνούσε με τα πλάγια εσωτερικά κλίτη. Η βασιλική είχε σύνθρονο «ελλαδικού» τύπου, με βάθρο στην αψίδα για τον θρόνο του επισκόπου και ευθύγραμμα βάθρα έξω από την αψίδα, προς βορρά και νότο της αγίας τράπεζας, για τους άλλους κληρικούς.
Η εκκλησία του μοναστηριού της Αχειροποιήτου είναι του τύπου του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλλο και κτίστηκε του 11ο ή τις αρχές του 12ου αιώνα. Είναι εσωτερικών διαστάσεων 10X12 μέτρα. Η τοιχοδομία της είναι από αδρά πελεκημένους πωρόλιθους. Τον 12ο αιώνα προστέθηκε στα δυτικά νάρθηκας που καλύπτεται με δυο εγκάρσιες καμάρες κι ένα τρούλλο. Στα τέλη του 15ου αιώνα προστέθηκε ο εξωνάρθηκας που καλύπτεται με δυο γοτθικά σταυροθόλια και μια ημικυλινδρική καμάρα, καθώς και η ανοικτή γοτθική στοά δυτικότερα.
Στην αψίδα της εκκλησίας σώζονται μισοκατεστραμμένες τοιχογραφίες που εικονίζουν ιεράρχες στραμμένους προς το κέντρο της αψίδας, πιθανότατα του 14ου αιώνα.
Η ιστορία του μοναστηριού δεν είναι γνωστή. Ο Γεώργιος Βουστρώνιος το αναφέρει περιστασιακά το 1473, σε μια περίπτωση συνωμοσίας για παράδοση του κάστρου της Κερύνειας στην Καρλόττα. Ο Βουστρώνιος αναφέρει ότι το μοναστήρι της Αχειροποιήτου γιόρταζε στις 15 Αυγούστου κι ότι όλη η Κερύνεια πήγαινε στη γιορτή. Απ' αυτό φαίνεται ότι το μοναστήρι ήταν αφιερωμένο στην Θεοτόκο.
Ο Βασίλι Μπάρσκυ επεσκέφθη το μοναστήρι το 1735. Τότε είχε 9-10 μοναχούς. Λίγο αργότερα το μοναστήρι λεηλατήθηκε και η Αχειροποίητος εικόνα του «κατεσπάσθη», όπως μας πληροφορεί επιγραφή στην ποδιά κάτω από την εικόνα της Παναγίας στο εικονοστάσιο του 1765. Την καταλήστευση και την πυρπόληση του μοναστηριού από Τούρκους που είχαν έλθει από την Καραμανιά αναφέρει και ο Γερμανός περιηγητής Πέτερμαν, που το επεσκέφθη το 1851. Ο Πέτερμαν γράφει ότι ενενήντα χρόνια πριν από την εποχή του, Τούρκοι κλέφτες από την Καραμανιά λήστεψαν το μοναστήρι και το έκαψαν μαζί με τη βιβλιοθήκη του.
Το 1821 μαρτύρησαν ο προηγούμενος Μελέτιος και ο διάδοχός του, γνωστός με το επώνυμο Φασούλας. Κατά το 1860 λειτουργούσε στο συνοδικό του μοναστηριού σχολείο.
Μετά το 1821 το μοναστήρι άρχισε να παρακμάζει και έπαψε να λειτουργεί στις αρχές του 20ού αιώνα.