Αμαθούντα

Επίσκοποι Αμαθούντος

Image

Διάφοροι επίσκοποι Αμαθούντος μας είναι γνωστοί από τις υπάρχουσες πηγές από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες μέχρι και τον 17ο αιώνα:

 

1. Μνημόνιος, άγιος που γιορτάζεται στις 16 Ιουνίου, όπως κι ο διάδοχός του,

 

2. Τύχων. Χειροτονήθηκε διάκονος από τον πρώτο και ανέλαβε κατ' εντολή του την «διεκδίκησιν» των ζητημάτων της Εκκλησίας Αμαθούντος σύμφωνα προς τον Βίο του αγίου Τύχωνος που, όπως και το Μηναίο (16 Ιουνίου), αντανακλούν κάποιους ιστορικούς πυρήνες. Ο Τύχων, γιος αρτοποιών, διακρίθηκε για ζήλο και αγαθά έργα και γι' αυτό ο Σαλαμίνος Επιφάνιος τον χειροτόνησε επίσκοπο Αμαθούντος μετά το θάνατο του Μνημονίου, που πρέπει να τεθεί στο β' μισό του 4ου αιώνα. Ως επίσκοπος ο Τύχων προσηλύτισε πολλούς ειδωλολάτρες στο Χριστιανισμό, γκρέμισε πολλούς ναούς ειδώλων κι έχτισε (στη θέση τους) «θείους ναούς» που τους κόσμησε με θεία αφιερώματα, κι έκαμε πολλά θαύματα. Σε μια των περιπτώσεων, σύμφωνα προς τον Βίο του, πέτυχε να βαπτίσει πιστούς της Αφροδίτης που περνούσαν με βακχικά όργια και χορούς έξω από την εκκλησία του, λεπταίνοντας το είδωλό τους! Σ' άλλη περίπτωση, όταν κατηγορήθηκε γραπτώς, ανέπτυξε με τόλμη (σαν υπεράσπισή του) το ευαγγέλιο κι απέρριψε την «ακάθαρτη» πληροφορία ότι η Αφροδίτη είχε ταφεί στην Πάφο! Ωστόσο νεώτερη κριτικός αντιμετωπίζει με πολλή αυστηρότητα τις δραστηριότητες του αγίου Τύχωνος, που τον βλέπει να εισβάλλει με «συμμορία τραμπούκων» στα ιερά των Ελλήνων, χτυπώντας ανυπεράσπιστα πρόσωπα όπως την ιέρεια της Αρτέμιδος (Λιλή Ζωγράφου, Αντιγνώη. Αθήνα, 1981, σσ. 314-321). Φυσικά το χωριό Άγιος Τύχων, κοντά στην Αμαθούντα, πήρε το όνομα του επισκόπου της γειτονικής μητρόπολης. Άλλος γνωστός επίσκοπος Αμαθούντος είναι ο

 

3. Ηλιόδωρος, που άκμασε γύρω στα 451, οπότε αντιπροσωπεύθηκε στην Δ' οικουμενική σύνοδο (Χαλκηδόνος) από τον επίσκοπο Θεοδοσιανής (Νεαπόλεως -Λεμεσού) Σωτήρα ή Σωτηράν. Η Θεοδοσιανή φαίνεται ότι ήταν τότε επισκοπή της μητροπόλεως Αμαθούντος. Διάδοχος του Ηλιοδώρου ήταν ο


4. Θεοδόσιος, που πιθανώς προεχειρίσθη στο αξίωμα αυτό από τους συναγμένους στη Χαλκηδόνα Κυπρίους επισκόπους, μετά το θάνατο του προκατόχου του, και υπέγραψε την πράξη μετανοίας του αιρετικού Ευτυχούς.


5. Διονύσιος, που στα 536 μετέσχε στην τοπική σύνοδο των Ιεροσολύμων κατά των ευτυχιανών Σεβήρου, Πέτρου και Ζωόρα. Άλλος γνωστός επίσκοπος είναι ο


6. Ιωάννης, του (τέλους;)του 6ου αι. σύμφωνα προς είδηση του Λειμωναρώντου Μόσχου στην Ελληνική Πατρολογία (87, 3, στήλ. 310, 9-12).


7. Θεόδωρος, πιθανόν, γύρω στα 614, του οποίου δυο σφραγίδες χωρίς μνεία έδρας (από τη Σαλαμίνα), μπορεί να ανήκουν σε ομώνυμο επίσκοπο Νεαπόλεως ή Τρεμιθούντος.


8. Ιωάννης, που από 5 μολύβδινες σφραγίδες με το όνομά του, χωρίς όμως δήλωση της έδρας του, μπορεί μερικές να αναφέρονται στην Αμαθούντα, ενώ μερικές στην Τρεμιθούντα ή στη Νεάπολη. Χρονολογούνται μετά το 654.

 

9. Ευστάθιος, άγνωστου χρόνου, τοποθετείται εδώ κατά προσέγγιση. Άγιος, άγνωστος στους συναξαριστές. Μνημονεύεται από τον Estienne de Lusignan ως επίσκοπος Αμαθούντος, άνδρας δίκαιος και ευσεβής, άγιος που ανεπαύθη στην πόλη αυτή [την Αμαθούντα, όπου κάνει] πολλά θαύματα. Η μνήμη του εορτάζεται σε ολόκληρο το νησί με αγρυπνίες...(πρβλ. Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, «Κύπρος η Αγία Νήσος», 1968, σελ. 21).

 

10. Αλέξανδρος, που υπέγραψε τις αποφάσεις της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (Νίκαιας) στα 787.

 

11. Ιωάννης, που κατείχε τον θρόνο επί αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού (1143 -1180), καθαιρέθηκε (άδικα, όπως πίστευε) από τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας Ιωάννη Κρητικό (1152-1174) και 11 άλλους Κυπρίους επισκόπους, προσέφυγε στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Λουκά Χρυσοβέργη και τη σύνοδό του, που ακύρωσαν την καταδίκη. Αγνοούμε το αίτιο της καθαίρεσης, αλλά η χρονολογία πρέπει να τεθεί μεταξύ 1157 και 1170 και η επανεκδίκαση συνιστούσε αυτοκρατορική και όχι πατριαρχική επέμβαση στο ζήτημα.

 

12. Θεόδουλος, γνωστός από αναφορά του μοναχού Ιλαρίωνα, διαχειριστή των κτημάτων του Παναγίου Τάφου στην Κύπρο, προς τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Λεόντιο που επεσκέφθη την Κύπρο κατά την αρχιεπισκοπεία του Βαρνάβα (1174 -;). Ο πατριάρχης είχε τότε έλθει σε σύγκρουση με τον Θεόδουλο, κατηγορώντας τον τελευταίο, που ήταν και «νεαρός τήν ἡλικίαν καί τόν τρόπον ἰταμός», ότι άρπαζε τα ζώα του πατριαρχείου. Ο καυγάς αυτός, που δεν ήταν ο μόνος, δείχνει ηθική πτώση, που ίσως συνδέεται προς γενικότερο κλίμα φθοράς στην επισκοπή Αμαθούντος όπου το πατριαρχείο Ιεροσολύμων κατείχε (δεν ξέρουμε πού ακριβώς) βοσκότοπους και κοπάδια. Μετά τούτον υπάρχει κενό στη διαδοχή των επισκόπων Αμαθούντος, που ως έδρα προσαρτήθηκε στη γειτονική επισκοπή Λεμεσού, τη μια από τις τέσσερις ορθόδοξες επισκοπές που επετράπη να λειτουργούν με την έναρξη της εφαρμογής, από το 1222, παπικής απόφασης να περιοριστούν οι 14 ορθόδοξες επισκοπές της Κύπρου σε 4 με σταδιακή μείωσή τους (κάθε μια που εκενούτο προσαρτάτο στην πλησιέστερη που θα διετηρείτο). Ο Λεμεσού, μένοντας υποχρεωτικά κατά τη λατινική διαταγή (Bulla Cypria του 1260) στα Λεύκαρα, διετήρησε περιστασιακά και τον τίτλο του Αμαθούντος-Λευκάρων, που φέρει στα 1280 -1300 ο


13. Ματθαίος, που διετέλεσε ηγούμενος του Ασωμάτου (Αρχαγγέλου Μιχαήλ) Λευκάρων και προφανώς κατόρθωσε να κατέλθει στη Λεμεσό. Ταυτόχρονα όμως σε «πλαστή» συνοδική πράξη του 1295 αναφέρεται ο


13α. Φώτιος, επίσκοπος Αμαθούντος, Λεμεσού και «πρόεδρος Κουρίου», που ορίζεται να έχει οικονόμο στην «επαρχία Αμαθούντων» και μέγαν πρωτοπαπάν, εξάρχους κλπ. στις λοιπές «επαρχίες» του της Νεμεσού και των «Κουρίων». Επειδή η πράξη είναι πλαστή, δεν φαίνεται να υπήρξε ο Φώτιος, αν και η εκκλησιαστική τάξη που αναφέρει είναι πιθανώς ιστορικά βάσιμη.
Ο αρ. 13 Ματθαίος αφορίστηκε από τον Λατίνο επίσκοπο Λεμεσού Δομινικανό Βενάρδο (1289-1301) κι έπειτα από τον Ιωάννη της Λευκωσίας, δηλαδή τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Κύπρου (1288 - 1296), αλλά παρά ταύτα διατήρησε τον θρόνο του που κατείχε τουλάχιστον από το 1260, τον καιρό της Bulla Cypria. Διάδοχός του ήταν ο


14. Ολβιανός. από 22.1.1301 ως 1320 (ή 1321). Τούτου διάδοχος ήταν ο


15. Γερμανός, από 22.1.1320 (ή 1321) ως; . Και οι δυο αυτοί εξελέγησαν με βάση τις διατάξεις της Bulla. Ο Ολβιανός φυλακίστηκε από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Πέτρο, μαζί με τον επίσκοπο Σολιάς, λόγω χειροτονιών που έκαμαν αντίθετα προς τις διατάξεις και προκάλεσαν «ταραχές», στα 1318. Αργότερα κι οι δυο απελευθερώθηκαν με επέμβαση του πάπα Ιωάννη KB' διά του ληγάτου του.

Από τους Έλληνες επισκόπους Λεμεσού- Νεαπόλεως -Κιτίου- Λευκάρων, αναφέρουμε εδώ μόνο εκείνους που έφεραν και τον τίτλο του Αμαθούντος, και είναι ο


16. Ιωάννης Γιαφούν, που εξελέγη στα 1445 επίσκοπος Αμαθούντος - Λευκάρων. Ο επόμενος που γνωρίζουμε, μετά την τουρκική κατάκτηση (1570 -71) είναι ο


17. Γερμανός Κουσκουνάρης, 1572 -1580, πρώην ηγούμενος της μονής Ιωάννη Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη, που αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους στα 1571, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, κι όταν ελευθερώθηκε εξελέγη επίσκοπος Λευκάρων -Λεμεσού- Αμαθούντος. Από το 1581 κ.ε. έζησε στη Ρώμη κι έγινε καθολικός ή μάλλον ουνίτης. Διάδοχος του Γερμανού είναι ο

 

18. Ιωακείμ, 1580-1600. Οι διάδοχοί του

 

19. Ιερεμίας, 1600/1601 -;, και

 

20. Ιάκωβος, ;/1609 -;, δεν φέρουν τον τίτλο του Αμαθούντος, γι' αυτό με δισταγμό τους αναφέρουμε εδώ, διότι ήσαν βασικά Νεμεσού (Κιτίου). Ειδικότερα αναφέρουμε τον


20α. Ησαΐα, που οι Χάκκετ- Παπαϊωάννου θεωρούν επίσκοπο, ενώ ήταν αξιωματούχος της επισκοπής αντί επίσκοπος, όπως προκύπτει από το έγγραφο της 5.Χ. 1609 αρχιερέων και κληρικών προς το δούκα της Σαβοΐας να ελευθερώσει την Κύπρο. Η παρουσία όμως αξιωματούχου Αμαθούντος στα 1609, μαρτυρεί ότι και τότε ακόμη λειτουργούσαν οι θεσμοί της ή παρουσιάζονταν ότι λειτουργούσαν. Στο ίδιο έγγραφο υπογράφει ο «ταπεινός Ιάκωβος επίσκοπος Νεμεσού», τρίτος στη σειρά, που μπορεί να ήταν και Αμαθούντος. Από τους εφεξής επισκόπους, ο Λεμεσού


21. Γεράσιμος, 1668 -;, φέρεται και ως Αμαθούντος. Επί αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' (1950-1977) ανεβίωσε η Αμαθούς ως χωρεπισκοπή υπό τον Καλλίνικο.

Νικόλαος,10 Ιουνίου 2007 κ.ε.

 

ΣΗΜ: Οι πιο πάνω επίσκοποι περιλαμβάνονται και ως αυτοτελή λήμματα με περισσότερα στοιχεία για τον καθένα.

Φώτο Γκάλερι

Image