Με την οργάνωση της Κύπρου σε βασίλειο εισήχθη κι εφαρμόστηκε στο νησί το φεουδαρχικό σύστημα της Ευρώπης. Βάσει του συστήματος αυτού, στο νησί δημιουργήθηκαν πολλά μικρά φέουδα, δηλαδή εκτάσεις καλλιεργούμενης γης με επίκεντρο ένα ή και περισσότερα χωριά. Το κάθε ένα φέουδο αποτελούσε ιδιοκτησία ενός ευγενούς, στον οποίο ανήκαν ακόμη και οι κάτοικοι της περιοχής εκείνης, οι χωριάτες που εργάζονταν στα κτήματα. Ο κάθε ένας ευγενής και η οικογένειά του εκμεταλλευόταν το φέουδο του απ' όπου είχε και τα εισοδήματά του. Ωστόσο ο κάθε ένας ευγενής είχε, ως αντάλλαγμα για το φέουδο που του είχε παραχωρηθεί, μερικές υποχρεώσεις προς τον βασιλιά και το βασίλειο, τόσο οικονομικές όσο και στρατιωτικές. Σε περίπτώση εκστρατείας ή κινδύνου ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει στρατιωτικά, ακόμη δε να ηγείται ο ίδιος δικής του στρατιωτικής μονάδας (την οποία ο ίδιος συντηρούσε) και να πολεμά ενισχύοντας έτσι, ανάλογα προς τις οικονομικές κι άλλες δυνατότητές του, τον στρατό και τον στόλο του βασιλείου. Μέλη της οικογένειάς του ήταν, επίσης, πολεμιστές.
Πέρα από τους ευγενείς-φεουδάρχες, υπήρχαν κι άλλοι ευγενείς ιππότες οι οποίοι ωστόσο δεν διέθεταν φέουδα - ιδιοκτησίες. Αν και στην Ευρώπη συνήθως παρεχωρείτο στους ιππότες κάποια έκταση γης από την εκμετάλλευση της οποίας συντηρούντο οι ίδιοι αλλά και εξασφάλιζαν την υψηλή δαπάνη που απαιτείτο για τον εξοπλισμό τους (πολεμικό εκπαιδευμένο άλογο, πανοπλία, όπλα), η περιορισμένη μικρή έκταση της Κύπρου δεν επέτρεπε την παραχώρηση γης σε όλους, αφού η γη δεν αρκούσε. Έτσι, απαντάται το φαινόμενο του ιππότη - μισθοφόρου, στην υπηρεσία του βασιλιά, για το οποίο γίνεται λόγος και πιο κάτω, στο κεφάλαιο αυτό.
Σ' ό,τι αφορά την ιδιοκτησία της γης, μεγάλο μέρος της αναφέρθηκε ότι αποτελούσε τα πολλά φέουδα των ευγενών. Άλλες μεγάλες εκτάσεις καλλιεργούμενης γης κατέχονταν από το ιερατείο. Η κάθε μια από τις τέσσερις αρχιερατικές Λατινικές έδρες (Λευκωσίας, Αμμοχώστου, Λεμεσού και Πάφου) ήταν κάτοχος αναλόγων εκτάσεων γης, όπως τέτοιες εκτάσεις παραχωρούνταν και στους Λατίνους επισκόπους προσωπικά. Από την εκμετάλλευση της γης (και βέβαια και του μόχθου του λαού που την καλλιεργούσε) συντηρούνταν και οι κληρικοί. Τα μοναχικά θρησκευτικά τάγματα κατείχαν, επίσης, τεράστιες εκτάσεις εκμεταλλεύσιμης γης. Ιδίως τα πολεμικά θρησκευτικά τάγματα των Ναϊτών και των Ιωαννιτών. Μετά τη διάλυση του τάγματος των Ναϊτών, στις αρχές του 14ου αιώνα, η περιουσία του στην Κύπρο περιήλθε στην κατοχή των Ιωαννιτών (Νοσοκόμων), που αύξησαν έτσι κατά πολύ τις ιδιοκτησίες τους στην Κύπρο, που περιελάμβαναν και 67 περίπου χωριά (βλέπε λήμματα Ιωαννίτες ιππότες και Ναΐτες ιππότες, όπως και λήμμα Κομμανταρία). Τέλος, ο βασιλιάς της Κύπρου κατείχε βέβαια πολλά κτήματα και χωριά για τη δική του πολυτελή συντήρηση, ενώ άλλες τέτοιες ιδιοκτησίες κατείχαν τα λοιπά μέλη της βασιλικής οικογένειας.
* * *
Το φεουδαρχικό σύστημα της μεσαιωνικής Ευρώπης, βασικά στο γαλλικό πρότυπο, που είχε εφαρμοστεί στην Κύπρο από το 1197 και εξής, με τον βασιλιά στην κορυφή της πυραμίδας και μόνο τυπικά «πρώτο μεταξύ ίσων», με τον θρόνο κληρονομικό και με αρκετούς από τους θεσμούς εξ ανάγκης χαλαρούς σε αρκετές περιπτώσεις, παρουσιάζει μερικές τοπικές ιδιοτυπίες που οφείλονται στις ιδιάζουσες συνθήκες της Κύπρου, τόσο ως μικρού σχετικά αλλά και νησιώτικου χαρακτήρα γεωγραφικού χώρου, όσο κι ως σημαντικού ταυτόχρονα χώρου από την άποψη του «προκεχωρημένου φυλακίου» της χριστιανικής Ευρώπης απέναντι στην όχι χριστιανική Ανατολή.
Μια σημαντική ιδιομορφία ήταν η σύνθεση του πληθυσμού από άποψη θρησκευτική και η θρησκευτική αντιπαράθεση των κατοίκων της Κύπρου, όπου η άρχουσα τάξη και οι αστοί ήταν Καθολικοί ενώ η κατώτερη μάζα του πληθυσμού ανήκε στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Οι θεμελιώδεις έννοιες του Ιπποτισμού, όπως οι έννοιες της τιμής, του καθήκοντος, της αυταπάρνησης, της ευγένειας, της λεπτότητας στη συμπεριφορά, της εντιμότητας, της γενναιότητας, της ευθιξίας, της προστασίας των φτωχών και των αδυνάτων και της ηθικής, είναι γνωστό ότι αποτελούσαν, πολλές φορές, απλησίαστα ιδανικά. Δεν ήταν, βέβαια, καθόλου εύκολο, με τα ανθρώπινα μέτρα, να συγκεντρώνει ένα άτομο τόσες πολλές αρετές όσες απαιτούσε ο Ιπποτισμός, έστω κι αν η εκπαίδευση και η ανατροφή θεωρήσουμε ότι ήταν τέλειες, όταν μάλιστα διάφορες έννοιες συνέθεταν αντινομίες και συγκρούονταν μεταξύ τους. Διακρίνουμε, για παράδειγμα, στη μεσαιωνική Κύπρο στοιχεία ασυμβίβαστα μεταξύ τους, όπως τις έννοιες αφενός της προστασίας των φτωχών και των αδυνάτων και αφετέρου της εκμετάλλευσης των χωρικών δουλοπάροικων που εργάζονταν στο τιμάριο του ιππότη. Ένας μεσαιωνικός επισκέπτης της Κύπρου, ο Tommaso Porcacchi από την Ιταλία, αναφέρει ότι η τυραννία στην Κύπρο ήταν τόσο σκληρή, ώστε μερικοί ευγενείς έφθαναν μέχρι του σημείου ν' ανταλλάσσουν τους δουλοπάροικους των με σκυλιά ή και άλλα ζώα (Excerpta Cypria, 1908, p. 167). Βέβαια ο Porcacchi είναι μεταγενέστερος επισκέπτης (16ος αιώνας) και ομιλεί για την περίοδο της Βενετοκρατίας, όμως η εκμετάλλευση του ντόπιου πληθυσμού, εν πολλοίς με τρόπους σκληρούς και απάνθρωπους, δεν ήταν άγνωστη κατάσταση και καθ' όλη την περίοδο της Φραγκοκρατίας . Φυσικά δεν θα μπορούσε κανένας ν' απαιτήσει από έναν ιππότη να μη ήταν φανατικός και αδιάλλακτος σε θέματα θρησκευτικής πίστης, κι αυτό καθόριζε, ως ένα Βαθμό, τη συμπεριφορά του έναντι των δουλοπάροικων του που ήταν Χριστιανοί μεν κι αυτοί, αλλά μέλη της Ανατολικής και όχι της Δυτικής Εκκλησίας. Ο θρησκευτικός φανατισμός οδηγούσε συχνά αρκετούς ευγενείς να θεωρούν περισσότερο εχθρούς των τους Ορθόδοξους Κυπρίους παρά τους Μουσουλμάνους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το μαρτύριο των 13 Ορθοδόξων μοναχών του μοναστηριού της Καντάρας που η επιμονή τους στη χρησιμοποίηση ενζύμου κι όχι αζύμου άρτου κατά τις ιεροτελεστίες τους οδήγησε στη φυλακή της Λευκωσίας, σε φρικτά βασανιστήρια και σε σκληρότατο μαρτυρικό θάνατο το 1231. Δέθηκαν οι γέροντες μοναχοί πίσω από άλογα και σέρνονταν έως θανάτου στα χωράφια (βλέπε «Διήγησις τῶν ἁγίων τριῶν καί δέκα ὁσίων πατέρων...», έκδ. Κ. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος Β', 1873, σσ. 20-39. Βλέπε επίσης λήμμα Καντάρας μοναχοί).
Οι τοπικές συνθήκες ήταν τέτοιες, ώστε δεν απαντάται στην Κύπρο το φαινόμενο του περιπλανώμενου ιππότη. Σε μερικές περιπτώσεις, στα κυπριακά Χρονικά, οι ιππότες διαχωρίζονται σαφώς από τους λοιπούς ευγενείς, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ο ιππότης και ο φεουδάρχης είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι ο Ιπποτισμός διακρινόταν σε δυο κατηγορίες: στους φεουδάρχες ιππότες και στους ιππότες που έφθαναν κατά καιρούς στο νησί για να υπηρετήσουν ως μισθοφόροι των ντε Λουζινιάν. Και οι μεν και οι δε ονομάζονταν καβαλλάρηδες, ωραία λέξη που αποτελεί εξελληνισμένο τύπο της γαλλικής. Η λέξη και αρκετά παράγωγα της βρίσκονται και σήμερα σε χρήση στην Κύπρο. Οι ιππότες όμως των θρησκευτικών ταγμάτων ονομάζονταν φρέριδες (αδελφοί). Τα φέουδα τα παραχωρημένα στους ιππότες οι Κύπριοι τα ονόμαζαν, εύστοχα, ψουμία (από τη λέξη ψωμί), κι αυτή την ωραία μεταφορική έννοια απαντούμε και στον Θουκυδίδη, που αναφέρει ότι ο Θεμιστοκλής είχε πάρει από τον βασιλέα των Περσών Μαγνησίαν μέν ἄρτον (Θουκυδίδης, Ἱστοριῶν Α', 138.5).
Σχετικά με τα ιπποτικά φέουδα στη μεσαιωνική Κύπρο έχουμε την επιμελημένη εργασία του ντε Μας Λατρί, ο οποίος και τα διαχωρίζει από τις βασιλικές κτήσεις (Mas Latrie, Histoire de l' île de Chypre, τόμος Α', σσ. 403-417).
To φαινόμενο του ιππότη μισθοφόρου στην υπηρεσία του βασιλιά βρίσκουμε στο Χρονικόν του Λεοντίου Μαχαιρά, ο οποίος κι αναφέρει μάλιστα περιπτώσεις που πολύ απείχαν από του να χαρακτηριστούν ιπποτικές. Οι ιππότες αυτοί έπαιρναν «μηνίον» ή ήταν «μηνιασμένοι», δηλαδή είχαν μηνιαίο μισθό αντί φέουδο. Ο περιορισμένος γεωγραφικός χώρος της Κύπρου δεν επέτρεπε, βέβαια, την παραχώρηση γαιών σε όλους.
Ένας «φουμισμένος εἰς πολλύν τόπον» ιππότης, ονόματι Ιωάννης Λομβάρδης, βρισκόταν στην υπηρεσία του βασιλιά Ούγου Δ' (1324-1359) με ετήσιο μισθό 800 βυζαντίων, γι’ αυτό και δεν ήταν ικανοποιημένος, όπως λέγει ο Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ.79), όταν μάλιστα ήταν «ὁ περίτου δυνατός καί ὀμορφόττερος καβαλλάρης ὀποῦ εὐρίσκετον εἰς τήν Κύπρον». Αυτός λοιπόν ο ιππότης φαίνεται είχε εντυπωσιάσει τους νεαρούς γιους του βασιλιά Ούγου Δ' με τις διηγήσεις του, ώστε οι τρεις πρίγκιπες αποφάσισαν να φύγουν κρυφά για την Ευρώπη για «νά 'δοῦν τόν κόσμον...» Ο βασιλιάς Ούγος Δ', αγαθός κατά τα άλλα, προστάτης των τεχνών και φίλος των φιλοσόφων, οργίστηκε από τη φυγή των παιδιών του, θεώρησε υπαίτιο τον ιππότη του, τον οποίο φυλάκισε, ακρωτηρίασε κόβοντας του το ένα χέρι και το ένα πόδι, και τελικά τον εκτέλεσε με δημόσιο απαγχονισμό:
...Θεωρῶντα ὁ ρήγας ὅτι τό κάτεργον ἐστράφην καί δέν ηὖραν τά παιδία του, ἔβγαλεν τόν καλόν καβαλλάρην ἀπό τήν φυλακήν τῆς αὐλῆς του, καί ἔκοψεν τό χέριν του καί τό πόδιν του καί ἐκρεμμάσεν τα εἰς τήν πιλλιρήν, καί κεῖνον ἐπῆρεν καί ἐφούρκισέν τον εἰς τήν φούρκαν, τῆ κ δ' ἀπριλλίου ,ατμθ' Χριστοῦ, καί ὁ θεός νά τόν μακαρίσῃ... (Λεόντιος Μαχαιράς, Χρονικόν, παρ. 82).
Ο Γεώργιος Βουστρώνιος, πάλι, αναφέρει περιπτώσεις κατά τις οποίες ιππότες που βρέθηκαν σε δυσμένεια εξουδετερώθηκαν με το να τους αφαιρεθεί το πολεμικό τους άλογο ή η εξάρτυσή του:
...Καί τήν αὐτήν ἡμέραν ἐμήνυσεν ἡ ρήγαινα τοῦ βισκούντη, μοναῦτα νά πέψῃ τό ἄλογον τοῦ Τζάν Καλεργη τό μαῦρον εἰς τήν Ἀμμόχουστον... (Γ.Βουστρωνίου, Διήγησις, έκδ. «Φιλόκυπρος», 1989, παρ. 217).
Κι αλλού:
..νά πέψῃ εἰς τό σπίτιν τοῦ μισέρ Φιλίππου Ἀποδοχάτορου, καί νά πάρῃ τήν καραβάναν του καί τόν στρατοκόπον ..(ο.π.π, παρ. 218).
Στην κορυφή της κοινωνικής και πολιτικοστρατιωτικής πυραμίδας βρισκόταν, βέβαια, ο βασιλιάς, «πρώτος μεταξύ ίσων» (primus inter pares) ανάμεσα στα μέλη της Υψηλής Αυλής των φεουδαρχών, της οποίας και προήδρευε. Αρχικά υποτίθεται ότι ο βασιλιάς εκλεγόταν από τους φεουδάρχες۠ ωστόσο η διαδοχή καθιερώθηκε ως κληρονομική στην πράξη αλλ' απαιτείτο και η (τυπική περισσότερο) έγκριση του σώματος των ευγενών. Σε ελάχιστες περιπτώσεις, όπου δεν υπήρχε παιδί του βασιλιά για να κληρονομήσει τον θρόνο, εκλεγόταν ως νέος βασιλιάς, μετά τον θάνατο του προηγούμενου, ο πλησιέστερος συγγενής του, της οικογένειας των Λουζινιανών. Στις περιπτώσεις αυτές το σώμα των ευγενών διαδραμάτιζε πιο ουσιαστικό ρόλο στην εκλογή.
Η Υψηλή Αυλή (Haute Cour) ήταν το σημαντικότερο σώμα του βασιλείου. Προεδρευόταν από τον ίδιο τον βασιλιά κι ήταν συνέλευση όλων των ενηλίκων (άνω των 25 χρόνων) ευγενών και ιπποτών. Η Υψηλή Αυλή ασκούσε και τις τρεις εξουσίες: εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική. Είχε εξουσία σε θέματα των ευγενών, αλλά δεν ασχολείτο με θέματα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, κι αποφάσιζε για όλα τα θέματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής. Δίκαζε τις υποθέσεις των ευγενών με βάση συλλογή νόμων, τις λεγόμενες ασσίζες της Ιερουσαλήμ. Ο θεσμός της Υψηλής Αυλής είχε μεταφυτευθεί στην Κύπρο κατ' ευθείαν από το βασίλειο των Ιεροσολύμων. Οι αποφάσεις της ελαμβάνοντο «κατά το έθιμο», και την προϋπάρχουσα και συντηρούμενη από μνήμης νομολογία αλλά και την πείρα των νομομαθών. Ωστόσο επί Αμάλριχου, του πρώτου βασιλιά της Κύπρου, άρχισε η καταγραφή και κωδικοποίηση των νόμων και των εθίμων (που ίσχυαν πιο πριν στο βασίλειο των Ιεροσολύμων και στο εξής και στο βασίλειο της Κύπρου). Τελικά οι νόμοι και τα έθιμα απετέλεσαν τρία βιβλία:
1. Livre au Roi, που γράφτηκε στα χρόνια του πρώτου βασιλιά της Κύπρου Αμάλριχου,
2. Livre de forme de plait, που γράφτηκε αργότερα από τον Φίλιππο ντε Νοβάρ και
3. Livre του Ιωάννη ντ' Ιμπελέν, σημαντικό έργο νομικής επιστήμης όσο κι ογκώδες, που απετέλεσε και την κύρια βάση της νομοθεσίας στην Κύπρο.
Και τα τρία αυτά έργα είχαν γραφεί στη γαλλική γλώσσα της εποχής εκείνης και δεν μεταφράστηκαν στην ελληνική.
Γενικά η Υψηλή Αυλή ήλεγχε τον βασιλιά σε πολύ μεγάλο βαθμό κι έτσι στο βασίλειο της Κύπρου δεν εφαρμόστηκε ποτέ καθεστώς απόλυτης βασιλικής εξουσίας. Ιδιαίτερα η Υψηλή Αυλή προστάτευε τα μέλη της, δηλαδή ολόκληρη την τάξη των ευγενών και τα συμφέροντά της. Ο βασιλιάς δεν μπορούσε να τιμωρήσει κανένα ευγενή παρά μόνο με τη συγκατάθεση της Υψηλής Αυλής. Βέβαια υπήρξαν και οι εξαιρέσεις, πράγμα που οδήγησε μερικές φορές σε αντιπαράθεση του βασιλιά προς τους ευγενείς.
Από τα μέσα του 11ου αιώνα (1162 κ.ε.) η νομική δύναμη των ευγενών είχε μειωθεί στο βασίλειο των Ιεροσολύμων με την εισαγωγή του θεσμού των λιζίων, όπου οι φεουδάρχες ήταν ισότιμοι μεταξύ τους αλλ' υποτελείς στον βασιλιά. Τούτο ίσχυσε και στο βασίλειο της Κύπρου, όπου επίσης η κοπή νομισμάτων ήταν μεταξύ των αποκλειστικών προνομίων του βασιλιά κι ουδέποτε υπήρξε νόμισμα των φεουδαρχών. Μάλιστα στο Livre au Roi του πρώτου βασιλιά Αμάλριχου υπήρχε διάταξη που προέβλεπε δήμευση του φέουδου οποιουδήποτε λιζίου που έκοβε δικό του νόμισμα.
Όλοι οι ευγενείς υπέκειντο στη δικαιοδοσία της Υψηλής Αυλής για όλα τα θέματα εκτός από θέματα γάμου, θρησκείας και διαθήκης που υπάγονταν στη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Επίσης, για θέματα σχέσεων των ευγενών με κατωτέρους των, αρμοδιότητα είχε η Χαμηλή Αυλή.
Η Χαμηλή Αυλή (Basse Cour) ή, όπως αλλιώς ελέγετο, η Αυλή των Αστών ή και Αυλή της Βουργεσίας, ήταν σώμα ανεξάρτητο από την Υψηλή Αυλή των ευγενών. Ήταν ορκωτό δικαστήριο του οποίου τα μέλη διορίζονταν από τον βασιλιά, με πρόεδρο ανώτερο αξιωματούχο, τον βισκούντη. Η Χαμηλή Αυλή δίκαζε όλες τις υποθέσεις, αστικές και ποινικές, των μη ευγενών Φράγκων και τις υποθέσεις μεταξύ ευγενών και αστών. Αφού ο βισκούντης, πρόεδρος της Χαμηλής Αυλής, ήταν λίζιος (ευγενής) που επιλεγόταν και διοριζόταν από τον βασιλιά, μέσω του ο βασιλιάς ήλεγχε τις εργασίες του σώματος αυτού.
Όπως και η Υψηλή Αυλή, έτσι και η Αυλή των Αστών ήταν θεσμός που μεταφέρθηκε στην Κύπρο από το βασίλειο των Ιεροσολύμων. Η Χαμηλή Αυλή είχε τους δικούς της ξεχωριστούς νόμους, τις Ασσίζες*, που κι αυτές μεταφέρθηκαν από το βασίλειο των Ιεροσολύμων στο βασίλειο της Κύπρου όπου κι εμπλουτίστηκαν. Τα κείμενα των Ασσιζών αυτών ήταν μεταφρασμένα και στην ελληνική κυπριακή διάλεκτο της εποχής εκείνης, κι αποτελούν σήμερα εκτός από πηγή πληροφοριών και ανεκτίμητο γλωσσολογικό μνημείο. Η σύγκριση των κειμένων των Ασσιζών με τα (προγενέστερα) σχετικά βυζαντινά κείμενα αποδεικνύει μεγάλη επίδραση της νομοθεσίας των Βυζαντινών στους νόμους των Ασσιζών.
Ωστόσο και ξένες παροικίες (και ειδικά οι Σύροι που ζούσαν στην Κύπρο) είχαν δικά τους χωριστά δικαστήρια που όμως ασχολούνταν με δευτερεύουσες υποθέσεις.
Αλλά και οι νόμοι και τα έθιμα των Ελλήνων Κυπρίων (της Βυζαντινής περιόδου) που είχαν αναγνωριστεί κι από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο το 1191, εξακολούθησαν να ισχύουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους κι όπου δεν συγκρούονταν με τους νόμους του νέου καθεστώτος. Επρόκειτο για τους λεγόμενους γραικορωμαϊκούς νόμους που βασίζονταν στο ρωμαϊκό Δίκαιο όπως τούτο είχε κωδικοποιηθεί και προσαρμοστεί από τους Βυζαντινούς. Μεταξύ των ιδίων των Κυπρίων δικαστική εξουσία ασκούσε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, μέσω εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Από σωζόμενη συλλογή τέτοιων ελληνικών νόμων της επισκοπής Πάφου (Παρισινός Κώδικας 1391), προκύπτει ότι τα ελληνικά εκκλησιαστικά δικαστήρια ασχολούνταν με υποθέσεις οικογενειακού Δικαίου, υποθέσεις ιδιωτικής φύσεως και υποθέσεις ποινικού Δικαίου ακόμη.
Η Χαμηλή Αυλή δεν είχε δικαίωμα εφέσεως στην Υψηλή Αυλή. Αλλά οι αποφάσεις των ελληνικών εκκλησιαστικών δικαστηρίων μπορούσαν να εφεσιβληθούν ενώπιον του οικείου Έλληνα επισκόπου που ενεργούσε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Εκκλησιαστικά δικαστήρια εγκαθιδρύθηκαν κι από τη Λατινική Εκκλησία, με αρμοδιότητες σε διάφορα θέματα των ευγενών και των αστών και ιδίως σε θέματα γάμων, διαθηκών και θρησκείας.
Ο στρατός του βασιλείου αποτελείτο από σώματα μισθοφόρων, όπως το σώμα των λεγόμενων τουρκόπουλλων κι άλλα σώματα ξένων (λ.χ. Βουλγάρων). Οι φεουδάρχες, βέβαια, και οι ιππότες προσέφεραν τις δικές τους δυνάμεις σύμφωνα προς τον θεσμό του φεουδαρχισμού. Τα θρησκευτικά στρατιωτικά τάγματα, επίσης, ενίσχυαν σημαντικά με τη συμμετοχή τους τις δυνάμεις του βασιλείου. Κατά καιρούς επιστρατεύονταν και πειρατές ή και τυχοδιώκτες μαζί με τα καράβια τους. Τέλος, σε περίπτώση μεγάλης ανάγκης, ήταν δυνατό να κληθούν για στρατιωτική υπηρεσία όλοι οι πολίτες που μπορούσαν να φέρουν όπλα. Ανώτατος αρχηγός του στρατού και του στόλου ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς. Γενικός διοικητής του στρατού ήταν ανώτατος αξιωματούχος του βασιλείου, ο κοντοσταύλης.
Οι αξιωματούχοι του κράτους ήταν δυο ειδών: οι λεγόμενοι «αξιωματούχοι του βασιλείου» και οι λεγόμενοι «αξιωματούχοι της Κύπρου».