Αμέσως μετά την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους, το 58 π.Χ., η Κύπρος υπήχθη διοικητικά στην επαρχία της Κιλικίας. Η Κύπρος κατελήφθη από τους Ρωμαίους κατά τα τέλη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας αλλά παρέμεινε υπό ρωμαϊκή κατοχή κατά την περίοδο της Αυτοκρατορίας: Στην ιστορία της Ρώμης η δημοκρατική της περίοδος, που άρχισε το 509 π.Χ., τερματίστηκε το 27 π.Χ. με την εγκαθίδρυση της αυτοκρατορίας, και του θεσμού του αυτοκράτορος από τον Οκταβιανό Αύγουστο, εγγονό και υιοθετημένο κληρονόμο του Ιουλίου Καίσαρος που έγινε, κατά τη γνωστή φράση του Σαίξπηρ, «ο μοναδικός κύριος του κόσμου». Βλέπουμε λοιπόν ότι η Κύπρος κατακτήθηκε κατά τα τέλη της περιόδου της Δημοκρατίας, το 58 π.Χ. Λίγο αργότερα εκχωρήθηκε ξανά στους Πτολεμαίους, αλλά επανακτήθηκε το 30 π.Χ. από τον Οκταβιανό. Η περίοδος της Αυτοκρατορίας άρχισε τρία χρόνια αργότερα, το 27 π.Χ., και διάρκεσε καθ’ όλο το διάστημα κατά το οποίο η Κύπρος παρέμεινε υπό ρωμαϊκή κατοχή.
Από την κατάκτησή της, μέχρι και το 22 π.Χ., η Κύπρος υπαγόταν στη ρωμαϊκή σύγκλητο. Το 22 π.Χ. ανακηρύχθηκε σε αυτοκρατορική επαρχία, υπήχθη δηλαδή στον ίδιο τον αυτοκράτορα. Αργότερα επανήλθε στη δικαιοδοσία της συγκλήτου. Εντούτοις ο Δίων Κάσσιος αναφέρει το αντίθετο, ότι δηλαδή κατά τον διαμοιρασμό που έγινε το 27 π.Χ. ο Οκταβιανός κράτησε ο ίδιος την Κύπρο, αλλά το 22 π.Χ. την απέδωσε στη σύγκλητο γιατί «δεν χρειαζόταν πια την προστασία των όπλων του».
Κατά τα τέλη της Ρωμαϊκής περιόδου, οπότε έγιναν στην αυτοκρατορία οι μεταρρυθμίσεις κι αναδιοργανώσεις του Διοκλητιανού, η Κύπρος αφαιρέθηκε από τη δικαιοδοσία της Κιλικίας και υπήχθη στη δικαιοδοσία του praefectus praetorio orientis, με έδρα την Αντιόχεια.
Το νησί εδιοικείτο από Ρωμαίο διοικητή που έφερε τον τίτλο του ανθυπάτου (proconsul). Οι ανθύπατοι που διορίζονταν κι υπηρετούσαν στην Κύπρο ως διοικητές ήταν Ρωμαίοι συγκλητικοί της τάξης των πραιτώρων, κι ανελάμβαναν το αξίωμά τους για ένα περίπου χρόνο ο καθένας, χρόνο που άρχιζε την 1η Ιουλίου. Διέθεταν προσωπική ακολουθία κι είχαν ως βοηθούς έναν κβαίστορα (quaestor-λογιστής) κι έναν ληγάτο (legatus pro praetore). Κοντά σ’ αυτούς, που στέλλονταν από τη Ρώμη, υφίστατο και ολόκληρη η διοικητική γραφειοκρατία, ενώ αναφέρονται και αξιώματα χαμηλότερων βαθμών, όπως εκείνα του προνοητή, του αγορανόμου και του δεκαπρώτου. Ιδιαίτερη σημασία είχε επίσης ο έλεγχος των λιμανιών του νησιού, που βρίσκονταν υπό την επίβλεψη του λιμενάρχη.
Τα μεταλλεία, επίσης, του νησιού ήταν σημαντικά. Το 12 π.Χ., σύμφωνα προς σχετική αναφορά του Ιώσηπου, η διαχείριση κι εκμετάλλευση μεγάλου τμήματος των μεταλλείων της Κύπρου παραχωρήθηκε από τον Αύγουστο στον Ηρώδη, βασιλιά της Ιουδαίας, έναντι του ετησίου ποσού των 300 ταλάντων. Τούτο όμως αποτελούσε μόνο πρόσκαιρη διευθέτηση. Η εκμετάλλευση των κυπριακών μεταλλείων από τους Ρωμαίους υπήρξε συνεχής και ο όλος έλεγχος βρισκόταν στα χέρια ειδικού αξιωματούχου. Ο Γαληνός, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 167 μ.Χ. κι ενδιαφέρθηκε και για τα μεταλλεία, κάνει λόγο για διευθυντή (επίτροπον) των μεταλλείων που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του ιδίου του αυτοκράτορα.
Στη σκληρή εργασία στα μεταλλεία και στην όλη επεξεργασία των μεταλλευμάτων χρησιμοποιούνταν σκλάβοι. Αναφέρεται και περίπτωση κατά την οποία οι Ρωμαίοι μετέφεραν στην Κύπρο Χριστιανούς από την Παλαιστίνη για καταναγκαστική εργασία στα μεταλλεία του νησιού. Μάλιστα στο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο αναφέρεται ότι στα μεταλλεία είχε καταδικαστεί σε εργασία από τον Γαλέριο κι αυτός ο Κύπριος άγιος Σπυρίδων.
Ο ανθύπατος κι οι δυο βοηθοί του ασκούσαν την ανώτατη διοίκηση στο νησί, στο οποίο διατηρήθηκαν (μάλιστα μερικοί επεκτάθηκαν) θεσμοί που εγκαθιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια της Πτολεμαϊκής περιόδου. Σαν τέτοιοι θεσμοί που διατηρήθηκαν ήταν η κάποια αυτονομία στη διοίκηση των ιδίων των κυπριακών πόλεων, όπου μάλιστα οι θεσμοί της Βουλής και του Δήμου φαίνεται ότι απέκτησαν κάπως περισσότερη ισχύ και πάντως από κείμενα επιγραφών που βρέθηκαν προκύπτει ότι, τουλάχιστον για κάποιες περιόδους, έπαιρναν αρκετά σημαντικές αποφάσεις για τις ίδιες τις πόλεις τους και ακόμη έλεγχαν ως ένα βαθμό την εκτέλεση έργων από τους ανθυπάτους. Επίσης κοντά στις πολιτειακές αρχές της Βουλής και του Δήμου, εμφανίζεται μια ακόμη αρχή, εκείνη της Γερουσίας. Το «Κοινόν», επίσης, των κυπριακών πόλεων υφίστατο κατά την Πτολεμαϊκή περίοδο, και που ήταν ένα είδος θρησκευτικής συνομοσπονδίας των πόλεων, μετονομάστηκε σε «Κοινόν Κυπρίων» κι είχε και πολιτική επιρροή. Το «Κοινόν Κυπρίων» φαίνεται ότι διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια του αυτοκράτορα Μαρκίνου (αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα).
Έδρα των Ρωμαίων ανθυπάτων, και γενικά της ρωμαϊκής διοίκησης στην Κύπρο, άρα και πρωτεύουσα της Κύπρου, παρέμεινε η Πάφος, που ήταν κι η πρωτεύουσα (μητρόπολις) της Κύπρου κατά την Πτολεμαϊκή περίοδο. Εκτός από διοικητική πρωτεύουσα, η Πάφος διατήρησε τη σημασία της κι ως αναγνωρισμένο θρησκευτικό κέντρο, με κύρια θεότητα βέβαια την Αφροδίτη. Το ιερό της θεάς στην Παλαίπαφο απεικονίζεται σε νομίσματα της Ρωμαϊκής περιόδου κι αποκτά, κατ’ ευθείαν από τη Ρώμη, το δικαίωμα παροχής ασύλου. Λειτουργούσε επίσης ως μαντείο, απ’ όπου μάλιστα ζήτησε χρησμό κι ο μετέπειτα Ρωμαίος αυτοκράτορας Τίτος που το επεσκέφθη το 69 μ.Χ., κατά τη διάρκεια ταξιδιού του προς τη Συρία και την Παλαιστίνη. Μάλιστα αναφέρεται ότι ο ιερέας Σώστρατος πρόβλεψε ευοίωνο ταξίδι για τον Τίτο.
Διατηρείται, ωστόσο, και η λατρεία όλων των άλλων ελληνικών θεοτήτων, στην Κύπρο, και ιδίως του Διός, της Αθηνάς, του Ασκληπιού, του Απόλλωνος (το ιερό του Απόλλωνος Υλάτου στο Κούριον διατήρησε επίσης τη μεγάλη του αίγλη) κ.α.
Κορυφαίο όμως θρησκευτικό γεγονός, με πολλές προεκτάσεις σε όλους τους τομείς και σε όλες τις πτυχές της ζωής της Κύπρου από τότε ως σήμερα, ήταν η διάδοση του Χριστιανισμού στο νησί, κατά τα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα. Η νέα αυτή θρησκεία βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Κύπρο κι άρχισε σύντομα να εκτοπίζει τις ελληνικές και άλλες θεότητες. Παρά το ότι η ειδωλολατρική θρησκεία διατηρήθηκε μέχρι το τέλος των Ρωμαϊκών χρόνων, που σηματοδοτεί και το τέλος της Αρχαιότητας, ωστόσο αυτή περιέπεσε σταδιακά σε παρακμή κατά τα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, εξ αιτίας της συνεχούς επεκτάσεως του Χριστιανισμού. Οι μεγάλοι διωγμοί των πρώτων Χριστιανών στην ίδια τη Ρώμη και σε πολλά άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, είχαν τις απηχήσεις τους και στην Κύπρο όπου αρκετοί Χριστιανοί μαρτύρησαν. Οι διωγμοί όμως αυτοί δεν μπόρεσαν ν’ ανακόψουν τη διάδοση κι εξάπλωση του Χριστιανισμού, που τελικά θριάμβευσε. Στην Κύπρο η νέα θρησκεία διαδόθηκε κυρίως με τις δυο αποστολικές περιοδείες, πρώτα των Παύλου, Βαρνάβα και Μάρκου, και λίγα χρόνια αργότερα των Βαρνάβα και Μάρκου. Κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία (45 μ.Χ.), ο τότε Ρωμαίος ανθύπατος Σέργιος* Παύλος εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την εμφάνιση και τα έργα των αποστόλων στην Πάφο, ώστε δεν δίστασε να ασπασθεί κι ο ίδιος τον Χριστιανισμό. Έτσι η Κύπρος υπήρξε η πρώτη χώρα στον κόσμο που (έστω και για ελάχιστο χρόνο) κυβερνήθηκε από Χριστιανό!
Η Κύπρος, όπως ανεφέρθη και πιο πάνω, δεν έτυχε προνομιακής μεταχειρίσεως από τους Ρωμαίους επειδή, συμμεριζόμενη την τύχη της Αιγύπτου αφού ανήκε στο αιγυπτιακό βασίλειο των Πτολεμαίων πριν από την κατάκτησή της, θεωρήθηκε όχι φίλη και σύμμαχος χώρα αλλά χώρα που κατακτήθηκε. Γι’ αυτό ούτε αποικίες ιδρύθηκαν στο νησί, ούτε οι πόλεις του έλαβαν πλήρη αστικά δικαιώματα (civitas) ή έστω περιορισμένα προνόμια, αλλά δεν μαρτυρούνται ούτε latifundia όπως σε άλλες προνομιούχες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Φυσικά οι κυπριακές πόλεις κατέβαλλαν φόρους. Γενικότερα, η ρωμαϊκή διοίκηση υπήρξε αρκετά σκληρή κι η εκμετάλλευση του νησιού πολύ άγρια.
Ωστόσο οι θεσμοί της Βουλής και του Δήμου των διαφόρων πόλεων, αλλά και του Κοινού Κυπρίων, συνέβαλαν σημαντικά στο να γίνουν πολλά έργα, περιλαμβανομένου κι ενός επαρκούς οδικού δικτύου που φαίνεται ότι κάλυπτε ολόκληρο το νησί. Σε ρωμαϊκό στρατιωτικό χάρτη της Κύπρου, που σώζεται σε αντίγραφο του 13ου αιώνα το οποίο φυλάσσεται στη Βιέννη (χάρτης Reutinger), φαίνεται το βασικό οδικό δίκτυο του νησιού: μεγάλοι δρόμοι ακολουθούσαν την περιφέρεια της Κύπρου, ενώνοντας τη Σαλαμίνα με την Κερύνεια, τη Λάπηθο, τους Σόλους, την Πάφο, το Κούριον, την Αμαθούντα και το Κίτιον. Άλλος δρόμος φαίνεται να διασχίζει το κέντρο του νησιού, ενώνοντας το Κίτιον με την Τρεμιθούντα, την Ταμασσό και τους Σόλους. Ασφαλώς θα υφίσταντο και πολλοί άλλοι δευτερεύοντες δρόμοι. Κοντά στην επιρροή που ασκούσαν οι θεσμοί και οι οργανώσεις, για άλλη μια φορά οι Κύπριοι αναγκάστηκαν να καταφεύγουν και σε άλλες μεθόδους προκειμένου όχι μόνο να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, αλλά να διασφαλίσουν και μια καλύτερη ζωή και να προστατεύσουν τα οικονομικά κι άλλα συμφέροντά τους. Μια γνωστή από πριν μέθοδος, που φαίνεται ότι επιτύγχανε αρκετά, ήταν εκείνη της κολακείας των εκάστοτε ισχυρών. Έτσι, όπως έπραξαν οι Κύπριοι και με τους Πτολεμαίους, που τους ανακήρυξαν θεούς και τους λάτρεψαν, κτίζοντάς τους μάλιστα και ιερά, το ίδιο έπραξαν και με μερικούς Ρωμαίους αυτοκράτορες τους οποίους θεοποίησαν επίσης. Άλλο παράδειγμα κολακείας, που συνδυάστηκε όμως και με την έκφραση ευγνωμοσύνης για προσφερόμενη βοήθεια, αποτελεί η Πάφος που σ’ ένα σύντομο διάστημα πρόσθεσε στην ονομασία της και ονόματα Ρωμαίων αυτοκρατόρων προκειμένου να δείξει έτσι πόσο τους τιμούσε. Η Πάφος απαντάται, σε επιγραφές που έχουν βρεθεί, ως Αυγούστα, Σεβαστή, Κλαυδία, Φλαβία. Επίσης στο ημερολόγιο, που χρησιμοποίησε αρχικά η Πάφος, οι μήνες έφεραν ονόματα μελών της οικογένειας του Αυγούστου.
Παρά την οικονομική εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του νησιού από τους Ρωμαίους, η Κύπρος γνώρισε μια ομαλή περίοδο ζωής. Οι μεγάλες πόλεις της κοσμήθηκαν με λαμπρά δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα. Δείγματα των οικοδομημάτων αυτών, που πράγματι εντυπωσιάζουν, αποτελούν τα ερείπια που ήλθαν στο φως από την αρχαιολογική σκαπάνη, όπως λ.χ. το μεγαλόπρεπο γυμνάσιο της Σαλαμίνος, οι επαύλεις της Πάφου με τις μοναδικές ψηφιδωτές συνθέσεις τους, το στάδιον του Κουρίου, διάφορα θέατρα κλπ. Από επιγραφή προερχόμενη από τους Σόλους προκύπτει ότι υφίστατο στην πόλη αυτή και δημόσια βιβλιοθήκη. Το ίδιο θα συνέβαινε ασφαλώς και στις άλλες μεγάλες πόλεις του νησιού.
Ο αθλητισμός επίσης προωθήθηκε. Όλες οι πόλεις διέθεταν γυμνάσια και στάδια (γίνεται επίσης λόγος για αμφιθέατρα, ιπποδρόμους κ.α., που όμως κατάλοιπά τους δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί — εάν εξακολουθούν να υπάρχουν κάτω από την κυπριακή γη). Αθλητικοί αγώνες διοργανώνονταν τακτικά, αλλά και περιστασιακά προκειμένου να τιμηθούν αυτοκράτορες ή κάποιες σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες τους.
Παρά το ότι ο ρωμαϊκός τρόπος ζωής επηρέασε τους Κυπρίους (πράγμα που καταδεικνύεται κι από το γεγονός ότι σε πάμπολλες επιγραφές που έχουν βρεθεί ένα πλήθος ονομάτων είναι ρωμαιοποιημένα), ωστόσο το νησί διατήρησε την ελληνικότητά του. Συνέβαλε μάλιστα στη διαφύλαξη του ελληνικού πολιτισμού και στη διάδοσή του στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η επίσημη γλώσσα που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στην Κύπρο καθ’ όλη την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας είναι η ελληνική. Τα επίσημα ψηφίσματα αλλά και γενικά όλες οι επιγραφές που ανακαλύφθηκαν στην Κύπρο — εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων — χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα. Στα νομίσματα υπάρχουν επίσης ελληνικές αναγραφές, αν και ανήκουν σε εποχές Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Αλλά και στις τέχνες κυριαρχούν ακόμη οι ελληνικοί ρυθμοί, ενώ στα περίφημα ψηφιδωτά δάπεδα που απεκαλύφθησαν και που ανήκουν στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, τα θέματα που απασχολούν τους άγνωστους καλλιτέχνες της εποχής είναι στο σύνολό τους παρμένα από την ελληνική θρησκεία και μυθολογία: Διόνυσος, Ζευς, Ποσειδών, Ηρακλής, Θησέας, Ορφέας, Λήδα κλπ. Αλλά και οι επιγραφές ακόμη επί των ψηφιδωτών αυτών, που κοσμούσαν ρωμαϊκά παλάτια και ρωμαϊκές επαύλεις, είναι ελληνικές.
Ο συνολικός πληθυσμός της Κύπρου κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα υπολογίζεται ότι ανερχόταν γύρω στις 350.000. Εκτός από την άρχουσα τάξη των Ρωμαίων διοικητικών υπαλλήλων και των οικογενειών τους, υφίστατο και η τάξη των Κυπρίων αριστοκρατών. Κοντά σ’ αυτούς θα πρέπει να προστεθεί η τάξη του ιερατείου. Ακολουθούσε η τάξη των αστών, που θα πρέπει να περιελάμβανε και πολλούς εμπόρους. Ένας μεγάλος αριθμός Εβραίων βρισκόταν επίσης εγκατεστημένος στις πόλεις του νησιού μέχρι το 116 μ.Χ. που εξεγέρθηκε (βλέπε πιο κάτω). Ωστόσο η μεγάλη τάξη του λαού ήταν οι χωριάτες, οι άκληροι εργάτες της γης και οι δούλοι. Οι βιοτέχνες επίσης αποτελούσαν μια σημαντική τάξη του πληθυσμού, ενώ πολλοί άλλοι θα πρέπει να ασχολούνταν με τα ναυτικά επαγγέλματα.
Οι λατινικές φιλολογικές πηγές κάνουν αναφορές σε προϊόντα της Κύπρου που έχαιραν φήμης, όπως τα μεταλλεύματα και τα παράγωγά τους, διάφοροι πολύτιμοι λίθοι (σμαράγδια, οπάλιο, κύανος, αμέθυστος, αχάτης, ίασπις), το αλάτι από τη λίμνη του Κιτίου (σημερινή αλυκή της Λάρνακας), το μέλι, τα κρεμμύδια, το κρασί βέβαια, διάφορα βότανα κλπ. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν ακόμη το λάδι, η ξυλεία και άλλα ακόμη προϊόντα.
Διοικητικά οι Ρωμαίοι χώρισαν την Κύπρο σε τέσσερις επαρχίες, που ήταν η Σαλαμινία, η Παφία, η Αμαθουσία και η Λαπηθία. Η διευθέτηση αυτή διατηρήθηκε και κατά τα Βυζαντινά χρόνια.