Πριν από την έναρξη του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου αλλά στις παραμονές του, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος είχε συζητήσει με τη βρετανική κυβέρνηση το ενδεχόμενο εκχωρήσεως της Κύπρου στην Ελλάδα με αντάλλαγμα την παραχώρηση από την Ελλάδα στην Αγγλία ναυτικών διευκολύνσεων στην Κεφαλληνία (Αργοστόλι) και, γενικότερα, την τοποθέτηση της Ελλάδας στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας. Η φιλογερμανική όμως στάση της ελληνικής μοναρχίας και η παραίτηση του Βενιζέλου ματαίωσαν τα σχέδια του εκείνα για την Κύπρο. Εξ άλλου και μετά την παραίτηση του Βενιζέλου, η Αγγλία πρόσφερε την Κύπρο στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα για την ελληνική συμμετοχή στον μεγάλο πόλεμο. Η κυβέρνηση όμως του Α. Ζαΐμη αρνήθηκε την προσφορά. Η επάνοδος, λίγο αργότερα, του Βενιζέλου στην εξουσία σήμανε και την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ (Η Ελλάδα εισέρχεται επίσημα στον πόλεμο στις 17 Ιουνίου 1917). Στο μεταξύ όμως η αγγλική προσφορά απεσύρθη.
Έτσι, λίγο πριν και κατά την αρχή του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, η Κύπρος είχε χρησιμοποιηθεί από την Αγγλία για δελεασμό της Ελλάδας προκειμένου να πολεμήσει στο πλευρό της. Ήταν μια μοναδική για την Κύπρο ευκαιρία που χάθηκε για να ενωθεί με την Ελλάδα, όπως και μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα ν’ αποκτήσει την Κύπρο δεδομένου μάλιστα ότι έτσι κι αλλιώς τελικά δεν είχε αποφύγει την ανάμειξή της στον πόλεμο.
Ο πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος είχε μια άλλη σημαντική επίπτωση για την Κύπρο. Βάσει της συμφωνίας του 1878, η Αγγλία κατείχε και διοικούσε από τότε την Κύπρο αλλά το νησί εξακολουθούσε ν’ ανήκει στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Όταν όμως, με την έναρξη του πολέμου, η Τουρκία ετάχθη στο πλευρό της Γερμανίας και κατά της Αγγλίας, η τελευταία προχώρησε σε προσάρτηση της Κύπρου το 1914.
Μετά τη λήξη του μεγάλου πολέμου, οι Έλληνες της Κύπρου αξίωσαν την απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα. Το θέμα χειρίστηκε στη διάσκεψη του Παρισιού ο Ελευθέριος Βενιζέλος που όμως δεν κατόρθωσε να επιτύχει τον στόχο αυτό. Ωστόσο, λίγο αργότερα (1923) στη διάσκεψη της Λωζάνης για το Ανατολικό ζήτημα, πέτυχε την παραίτηση της Τουρκίας από κάθε δικαίωμα επί της Κύπρου . Κατόπιν τούτου, η Αγγλία προχώρησε στην επίσημη ανακήρυξη της Κύπρου σε αποικία της (1925).
» Βλέπε λήμμα: Βενιζέλος Ελευθέριος και Λωζάνης συνθήκη
Συνεπώς, αν και ο πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος δεν απέδωσε την Κύπρο στην Ελλάδα ως έπαθλο, είχε τουλάχιστον το αποτέλεσμα (με την πράξη του 1914 και αργότερα τις εξελίξεις του 1923 και 1925) της απαλλαγής της Κύπρου από τα δεσμά της Τουρκίας. Ήταν μια πολύ σοβαρή εξέλιξη για το μέλλον της Κύπρου που οριστικά ανήκε πλέον σαφώς στον ευρωπαϊκό χώρο (παρά το ότι η Αγγλία επανέφερε την Τουρκία στην Κύπρο αναμειγνύοντάς την στο Κυπριακό ζήτημα το 1955 και εξής, με τα γνωστά αποτελέσματα που οδήγησαν μέχρι και στην τουρκική εισβολή στο νησί το 1974).
Η συμμετοχή της ίδιας της Κύπρου στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο ήταν πολύ σημαντική για τις αναλογίες και τις δυνατότητες του νησιού την εποχή εκείνη. Οι Κύπριοι εθελοντές που κατετάγησαν στον στρατό και υπηρέτησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, ήσαν περίπου 16.000. Ο αριθμός των εθελοντών αυτών ήταν τεράστιος για τα δεδομένα της Κύπρου, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι το σύνολο του πληθυσμού της Κύπρου τότε ήταν περίπου 275.000 κάτοικοι (274.108 το 1911). Δηλαδή ο αριθμός των Κυπρίων εθελοντών κατά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο ήταν περίπου το 5,8% ολόκληρου του πληθυσμού της Κύπρου.
Ο μεγαλύτερος αριθμός των Κυπρίων εθελοντών είχε υπηρετήσει στο Βρετανικό Βασιλικό Σώμα Υπηρεσιών, όπως και στο Τμήμα Υγειονομικών Υπηρεσιών. Άλλοι εθελοντές — οι λιγότεροι — που είχαν κάποια μόρφωση και που ήσαν απόφοιτοι ανωτέρων σχολών, υπηρέτησαν σε άλλες υπηρεσίες του αγγλικού στρατού (όπως λ.χ. στην υπηρεσία μεταφράσεων).
Οι περισσότεροι Κύπριοι εθελοντές είχαν επιστρατευθεί ως ημιονοδηγοί (μουλάρηδες) κι είχαν χρησιμοποιηθεί κυρίως στο Μακεδονικό μέτωπο. Η επιστράτευσή τους έγινε από την αποικιοκρατική κυβέρνηση της Κύπρου το 1916, ύστερα από αίτηση του στρατηγού Μιλντ, διοικητή των βρετανικών μεραρχιών της βόρειας Ελλάδας. Ο στρατηγός Μιλντ είχε ζητήσει τη συγκρότηση σώματος ημιονοδηγών για χρησιμοποίησή τους στις ορεινές περιοχές του Μακεδονικού μετώπου, στις αρχές του 1916. Η κυβέρνηση της Κύπρου άρχισε τότε μια εκστρατεία στο νησί για στρατολόγηση ημιονοδηγών στους οποίους υποσχόταν καλό μισθό και την προοπτική «να γνωρίσουν τον κόσμο»(!). Ο μισθός ήταν 3-5 δραχμές την ημέρα. Η κατάταξη των Κυπρίων εθελοντών άρχισε στις 4 Ιουλίου 1916 και μέχρι το τέλος του ίδιου χρόνου είχαν καταταγεί περίπου 9.000 άντρες ηλικίας 18-35 χρόνων, που εστάλησαν στη Θεσσαλονίκη για βασική εκπαίδευση. Η στρατολόγηση Κυπρίων ημιονοδηγών συνεχίστηκε και μέσα στον επόμενο χρόνο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα ποσοστό 10% περίπου των εθελοντών που είχαν καταταγεί ήσαν Τουρκοκύπριοι, παρά το ότι ο αγγλικός στρατός που τους εργοδότησε μαχόταν και κατά της Τουρκίας. Εξ άλλου, ο αγγλικός στρατός αγόρασε και ημιόνους (μούλες) από την Κύπρο για τις ανάγκες του πολέμου σε ορεινές κυρίως περιοχές. Υπολογίζεται ότι από την Κύπρο είχαν αγοραστεί και χρησιμοποιηθεί στον μεγάλο πόλεμο γύρω στις 120.000 κυπριακά μουλάρια.
Οι Κύπριοι εθελοντές αφού υποβάλλονταν σε μια σύντομη εκπαίδευση στην Αμμόχωστο, στη συνέχεια στέλνονταν στη Θεσσαλονίκη όπου συνέχιζαν την εκπαίδευσή τους και στη συνέχεια τοποθετούνταν σε διάφορες μάχιμες μονάδες. Πολλοί Κύπριοι υπηρέτησαν στην Καλλίπολη, στη Σερβία, στη Δοϊράνη, στις Σέρρες, στη Ροδόπη, στην Κωνσταντινούπολη, στη Βάρνα και σε διάφορα άλλα μέρη. Αρκετοί απ’ αυτούς (ο αριθμός τους είναι άγνωστος) σκοτώθηκαν στις μάχες. Ο Χρ. Ηλιοφώτου παραδίδει κατάλογο ονομάτων 30 Κυπρίων εθελοντών ημιονοδηγών που βρίσκονται θαμμένοι σε 5 στρατιωτικά κοιμητήρια του Μακεδονικού μετώπου (βλέπε Χρ. Ηλιοφώτου, Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Προσφορά της Κύπρου, Λευκωσία, 1987). Οπωσδήποτε θα πρέπει να παραμένουν άγνωστοι και αρκετοί άλλοι πεσόντες.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου η αποικιοκρατική κυβέρνηση της Κύπρου είχε εφαρμόσει διάφορα προληπτικά μέτρα στο νησί.
Πηγή