Κατά την Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή, η πόλη του Κιτίου ακολούθησε την ιστορική πορεία ολόκληρης της Κύπρου. Δεν ήταν, εξάλλου, δυνατό ν' αναπτύσσει πλέον δικές της πρωτοβουλίες και να χαράσσει δική της ανεξάρτητη πορεία. Η πόλη δεν απέκτησε ποτέ την αίγλη της Σαλαμίνος και της Πάφου, των δυο πόλεων που συναγωνίζονταν πλέον για την απόκτηση του τίτλου της «μητροπόλεως», δηλαδή της πρωτεύουσας του νησιού. Ωστόσο το Κίτιον δεν φαίνεται να είχε περιέλθει ακόμη σε παρακμή. Αντίθετα, όπως και οι λοιπές σημαντικές πόλεις της Κύπρου, είχε τη δική του ανάπτυξη σε διάφορους τομείς και εκοσμείτο με λαμπρά οικοδομήματα όπως ναούς, θέατρο, ιππόδρομο και γυμνάσιον. Τόσο από φιλολογικές όσο κι από επιγραφικές μαρτυρίες, γνωρίζουμε την ύπαρξη τέτοιων δημοσίων οικοδομημάτων. Έχουν, για παράδειγμα, βρεθεί επιγραφές που αναφέρονται σε Κιτιείς γυμνασιάρχους, συνεπώς στην πόλη υφίστατο γυμνάσιον. Από επιγραφές προκύπτει ότι το Κίτιον δεν υστερούσε ούτε στους τομείς των τεχνών και των επιστημών. Γνωρίζουμε, από επιγραφές που έχουν βρεθεί, τον μιμολόγο Αγαθοκλή τον Μόψου (2ος μ.Χ. αι.), τον γιατρό Αρτεμίδωρο (1ος μ.Χ. αι.), τον υαλουργό Εννίωνα (3ος; μ.Χ. αι.), τον γυμνασίαρχο Αντίπατρο τον Χρυσίππου (1ος μ.Χ. αι.), τους επίσης γυμνασιάρχους Αρτεμίδωρο Αρίστωνος, Διοκλή Ζήνωνος, Ηρακλείδη Ερμοδάμαντος, Τιβέριο Κλαύδιο Νικόπολιν (όλοι των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων), τον ξυστάρχη Ισίδωρο Θρέπτου κ.ά. Γνωρίζουμε ακόμη από επιγραφές ότι η πόλη του Κιτίου συμμετείχε σε διεθνείς αγώνες με δικούς της αθλητές, ενώ διοργάνωνε και η ίδια αγώνες διεθνείς όπως και άλλους (πενταετηρικοί, τριετηρικοί, οικουμενικοί). Γνωστός επίσης μας είναι ο ομηριστής —δάσκαλος ή ραψωδός — Κιλικάς (4ος/3ος π.Χ. αι.).
Τόσο κατά τα Ελληνιστικά όσο και κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια, η πόλη του Κιτίου — όπως και άλλες κυπριακές πόλεις — τίμησε υπερβολικά Πτολεμαίους βασιλιάδες και Ρωμαίους αυτοκράτορες αντιστοίχως, μερικούς από τους οποίους θεοποίησε, όπως και πάλι γνωρίζουμε από επιγραφές. Έχει επίσης βρεθεί στο Κίτιον επιτύμβια επιγραφή από τον τάφο του Πραξαγόρα Σωσειάνακτος (4ος/3ος π.Χ. αι.) που ήταν Κρητικός, διοικητής κρητικού αποσπάσματος που στάθμευε στην Κύπρο.
Κατά την περίοδο αυτή ήταν ήδη γνωστή και σε χρήση η αλυκή του Κιτίου, «λίμνη που παράγει αλάτι», όπως γράφει ο Πλίνιος.
Κατά τα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα η πόλη του Κιτίου δέχθηκε, όπως και η λοιπή Κύπρος, το μήνυμα της νέας μεγάλης θρησκείας, του Χριστιανισμού, κι αναφέρεται ότι πρώτος επίσκοπος της ιδρυθείσης επισκοπής του Κιτίου υπήρξε ο τετραήμερος φίλος του Χριστού, ο άγιος Λάζαρος, που εγκαταστάθηκε στην πόλη αυτή μετά την ανάστασή του από τον Ιησού.
Το Κίτιον υπήρξε πόλη με μακρύ ιστορικό παρελθόν και μια από τις λίγες στον κόσμο που εξακολουθούν, από τα αρχαιότατα χρόνια, να κατοικούνται μέχρι σήμερα. Σήμερα, στον χώρο όπου βρισκόταν το Κίτιον, υφίσταται η πόλη της Λάρνακας.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια