Βυζάντιο και Κύπρος

Στρατιωτικοί εποικισμοί και στρατηγική σημασία

Image

Η στρατηγική σπουδαιότητα της Κύπρου για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν μεγίστη και συνέβαλε στη στενή συνεργασία Κράτους και Εκκλησίας στο νησί. Ο στρατιωτικός εποικισμός των Ιλλυριών επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (332-333) επαναλαμβάνεται στα 578 επί Ιουστίνου Β', οπότε 3.350 Αρμένιοι εγκαταστάθηκαν σ' όλη την Κύπρο ως φρουροί και μικροϊδιοκτήτες γεωργικών κλήρων. Ο δεύτερος αυτός εποικισμός εντάσσεται στη γενικότερη διαδικασία περαιτέρω στρατιωτικοποίησης της Κύπρου επί του Μεγάλου Ιουστινιανού, στα πλαίσια των ευρύτερων γεωπολιτικών αυτοκρατορικών του στόχων. Η στρατιωτική πολιτική του Ιουστινιανού περιλάμβανε την απόσπαση της Κύπρου από τον έλεγχο του κόμητος της Εώας στα 535 μ.Χ. και την υπαγωγή της, κατά το 536/7, μαζί με τη Σκυθία, τη Β. Μοισία, την Καρία και τις Κυκλάδες, υπό τη δικαιοδοσία του quaestor Justinianus exercitus, όπως είδαμε. Έτσι εξασθένησε η ισχύς του κόμητος της Εώας, αλλά και η Κύπρος υπήχθη στρατηγικά στον χώρο της Μαύρης Θάλασσας. Εντούτοις από άποψη θρησκευτικής πολιτικής η Κύπρος υπαγόταν από το 542 στη δικαιοδοσία του ιδρυτή της Ιακωβιτικής Εκκλησίας Μονοφυσίτη επισκόπου Εδέσσης (Συρίας) Ιακώβου Βαραδαίου* ή Μπούρντ'άνα, επιθεωρητού Μ. Ασίας, Ρόδου και Νήσων, διορισμένου από τη σύζυγο του αυτοκράτορα Θεοδώρα, κατά μερικές παραδόσεις κυπριακής καταγωγής. Από αυτό συνάγεται ότι στο νησί υπήρχαν τότε Μονοφυσίτες, που ενθαρρύνθηκαν από τον Βαραδαίο και επιβίωσαν ως την βασιλεία του Κωνσταντίνου Δ' του Πωγωνάτου (668 -685), που αναφέρεται γράμμα του προς τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας Αρκάδιο Β' εναντίον του Παύλου, αρχηγού στην Κύπρο των εξτρεμιστών Μονοφυσιτών, γνωστών ως Ακέφαλων. Επίσκεψη του Βαραδαίου στην Κύπρο δεν αναφέρεται, αλλά η σχέση του νησιού προς μονοφυσιτικά στοιχεία προϋπήρχε της αποστολής του: ήδη στα 533 κ.ε. η έδρα Κωνσταντίας κατείχετο από τον πρώην Μονοφυσίτη επίσκοπο Δολίχης της Συρίας Φιλόξενο*, που «προσηλυτίστηκε» στην Ορθοδοξία μαζί με άλλους σε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη και πήρε ως αμοιβή την έδρα αυτή. Ως αρχιεπίσκοπος, ο Φιλόξενος διακρίθηκε στην Κύπρο για την οικοδόμηση έργων κοινής ωφελείας, όπως μαρτυρείται σ' επιγραφή της Κωνσταντίας που βρέθηκε κοντά στο μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα, στην οποία αναφέρεται ο τίτλος «Αγιωτάτου και Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου» και αποτελεί ίσως την αρχαιότερη μνεία του τίτλου αυτού (που χρησιμοποιείται για τους πατριάρχες) για τον προκαθήμενο της Κυπριακής Εκκλησίας. Η πιθανότητα κάποιας μονοφυσιτικής ροπής της ιεραρχίας στα χρόνια αυτά, εξαιτίας του Φιλοξένου και της εποπτείας του Βαραδαίου, ενισχύεται από το ότι στη σύνοδο στις 2 Μαϊου μέχρι τις 4 Ιουνίου  του 536, που καταδίκασε τους Μονοφυσίτες, μόνο ένας Κύπριος επίσκοπος μετέσχε, ο Αμαθούντος Διονύσιος.

 

Η «εποπτεία» του Βαραδαίου δυνατό να συνεπαγόταν και κάποιες επεμβάσεις του στα εκκλησιαστικά θέματα ή ίσως απόπειρες μόνο. Πιθανώς ως αντίδραση κατ' αυτών και κατά των μονοφυσιτιστικών ροπών θα θεωρηθεί το περίφημο μωσαϊκό της Θεοτόκου με τον Χριστό της Κανακαρίας στη Λυθράγκωμη Καρπασίας, που εξέφραζε την ορθόδοξη δογματική άποψη της συνόδου της Χαλκηδόνος (451) περί της ενότητος των δυο φύσεων του Χριστού σε μια υπόσταση, άποψη που επανεπικυρώθηκε από τη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 536. Η «απάντηση» αυτή στον καλλιτεχνικό και δογματικό τομέα έρχεται λίγα μόνο χρόνια μετά την πρώτη μνεία του όρου αυτοκέφαλον στις αρχές του 6ου αιώνα στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του Θεοδώρου Αναγνώστη και την χρήση αναλόγων όρων στο «Εγκώμιον Αποστόλου Βαρνάβα» (κεφ. 31) του Κυπρίου μοναχού Αλεξάνδρου* και σ' άλλες πηγές της ίδιας περίπου εποχής και λίγο μεταγενέστερες. Η Εκκλησία της Κύπρου ήταν η μόνη επαρχιακή μητρόπολις με πλήρη ανεξαρτησία από κάθε πατριαρχική δικαιοδοσία στα πρώτα Βυζαντινά χρόνια.

 

Η παρουσία κάποιων «Ακέφαλων» εξτρεμιστικών μονοφυσιτικών πυρήνων πρέπει να ενισχύθηκε από τον αρμενικό εποικισμό του 578, όσο μικρός κι αν ήταν αριθμητικά, καθώς και από επαφές προς τους «Μαρδαΐτες» στρατιώτες της Συρίας, που περνούσαν κι εγκαθίσταντο στην Κύπρο κατά καιρούς. Όταν στα 626 ο αυτοκράτορας Ηράκλειος χρησιμοποίησε την Κύπρο ως πεδίο θεολογικό - θρησκευτικού πειραματισμού απ' όπου θ' αντλούσε μαθήματα προς εφαρμογή στην υπόλοιπη αυτοκρατορία, προσπάθησε να προσηλυτίσει τον αρχιεπίσκοπο Αρκάδιο (625/6 - 641/2) στο αυτοκρατορικό δόγμα του Περί Μονοθελητισμού που σκοπούσε στη συμφιλίωση Μονοφυσιτισμού και Ορθοδοξίας. Η προσπάθεια απέτυχε διότι ο Αρκάδιος απέρριψε το νέο δόγμα πιστός στη συντηρητική Ορθοδοξία του νησιού στο οποίο ο Ηράκλειος πίστευε ότι θα εύρισκε φίλους.

 

Ο Ηράκλειος απεκόμισε την εντύπωση αυτή λόγω της ευμενούς υποδοχής που είχε από τον τότε κυβερνήτη Επιφάνιο, όταν στα 608/610 στη διάρκεια της επαναστατικής πορείας του από την Καρχηδόνα στην Κωνσταντινούπολη, όπου διαδέχθηκε τον τύραννο Φωκά, πέρασε από την Κύπρο, έκοψε στο νομισματοκοπείο της (αδρανές από τα χρόνια του Αλεξάνδρου Σεβήρου, 222-235 μ.Χ.) χάλκινα νομίσματα με την επιγραφή Κύπρος στην οπίσθια όψη τους και πιθανώς έκτισε με δική του χορηγία τουλάχιστον επτά αψίδες του υδραγωγείου Σαλαμίνος - Κωνσταντίας (Φεβρουάριος 610)˙ σύμφωνα προς άλλους, τις αψίδες αυτές χρηματοδότησε ο Ηράκλειος κατά το 626 σε συνδυασμό προς την τότε προσπάθεια προσέλκυσης του Αρκαδίου στον Μονοφυσιτισμό, ενώ αρκετές άλλες αψίδες οικοδομήθηκαν από τους αρχιεπισκόπους Πλούταρχο (; - 590 -625/ [6;] - 641/2), ίσως και από τον Φωκά, αν σ' αυτόν αποδοθεί επιγραφή στην Κυθρέα με εξεσμένο το όνομα του αυτοκράτορα: damnatio memoriae. Τότε μάλιστα, στα 609/610, όταν η Κύπρος είχε προσχωρήσει στην επανάσταση του Ηρακλείου με ενέργειες αυτού και του φίλου του στρατηγού Νικήτα καθώς και του δήμου Αλεξανδρείας, ο Κύπριος Ιωάννης ο Ελεήμων*, γόνος διακεκριμένης κυπριακής οικογένειας από την Αμαθούντα, γιος του τότε κυβερνήτη του νησιού Επιφανίου, ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο Αλεξανδρείας. Αυτό έγινε στα πλαίσια της συμμαχίας Κυπρίων και Ηρακλείου, και της στρατηγικής του να ελέγχει και την Κύπρο και την Αίγυπτο (και άλλες επαρχίες και νησιά) ως σταθμό για επικράτηση της επανάστασης.

 

Ο Ιωάννης ο Ελεήμων, εκτός από τη σπουδαία φιλανθρωπική δραστηριότητά του στην Αίγυπτο και στις γύρω χώρες —χαρακτηριζόταν από καταμερισμό και διακρίσεις κατά τον R.S. Lopez, και περιλάμβανε την ίδρυση νοσοκομείου στην Ιερουσαλήμ — αναμείχθηκε και στα κυπριακά προβλήματα στα 616/7 μ.Χ. Τότε μεσολάβησε για την ειρηνική εισδοχή στην Κωνσταντία του Βυζαντινού στρατηγού Ασπαγουρίου*. Ο Ασπαγούριος είτε κατευθυνόταν προς την Αλεξάνδρεια που κινδύνευε από τους Πέρσες, είτε ερχόταν στην Κύπρο για να κομίσει στους Κυπρίους κάποιο μήνυμα για θεολογικά ζητήματα, όπως τον Μονοενεργητισμό, παραλλαγή του Μονοθελητισμού, που στα 616 ο πατριάρχης Σέργιος και ο Ηράκλειος είχαν προβάλει ως τρόπο συνδιαλλαγής Ορθοδοξίας και Μονοφυσιτισμού, — όπως μετά δέκα χρόνια πρόβαλαν τον Μονοθελητισμό. Ο Ιωάννης δεν είχε προλάβει στην Αλεξάνδρεια να αντιδράσει, (εκτός από μια διαμαρτυρία στην προσπάθεια αυτή, που την έμαθε), διότι η περσική επίθεση κατά της πόλης τον ανάγκασε να την εγκαταλείψει πριν ακόμη καταληφθεί από τους Πέρσες. Καταφεύγοντας στη γενέτειρά του με την εντύπωση του περσικού κινδύνου, έκρινε προφανώς ορθή μετριοπαθέστερη στάση έναντι της δογματικής πρωτοβουλίας του (φίλου του) Ηρακλείου, και έπεισε τον αρχιεπίσκοπο (Πλούταρχο) να δεχθεί στην Κωνσταντία τον Ασπαγούριο. Δυο χρόνια κατόπιν, στα 619, η Κύπρος υπέστη και η ίδια επίθεση των Περσών, που συνέλαβαν και αιχμαλώτους. Στον πόλεμο του 621 κατά των Περσών η Κύπρος φαίνεται ότι πρόσφερε χρηματική βοήθεια σημαντική, αν κρίνουμε από τους δίσκους του Δαβίδ και της Λάμπουσας, που θεωρούνται ως αυτοκρατορική αποζημίωση προς κάποιον πλούσιο πολίτη της Λαπήθου - Λάμπουσας για τη συμβολή του στον πόλεμο.

 

Στα 638 ο Αρκάδιος, μετά από κάποιο επαμφοτερισμό, κατά τον οποίο δέχθηκε με δισταγμό τον Μονοενεργητισμό, απέρριψε τελεσίδικα τον Μονοθελητισμό του Ηρακλείου, και σε αυτό τον ακολούθησε στα 643 ο διάδοχός του Σέργιος (642 - 655 - ;), με επιστολή προς τον πάπα Θεόδωρο Α', που διαβάστηκε στη δεύτερη συνεδρία της Α' συνόδου του Λατερανού κατά τον Οκτώβριο του 649 από τον πάπα Μαρτίνο Α'. Η «φιλορωμαϊκή» στάση του Σεργίου, που αφ' ετέρου διατηρούσε και δεσμούς προς τον μοναστικό κόσμο του Σινά και προφανώς και προς τον μοναχισμό της γύρω Ανατολής, ήταν δείγμα θάρρους και δύναμης της Εκκλησίας της Κύπρου σε καιρούς που η αίγλη του Ηρακλείου είχε φθάσει στο αποκορύφωμά της με τη «σταυροφορία» του κατά των Περσών στην Ιερουσαλήμ. Η επάνοδος στον «φιλορωμαϊσμό» έγινε όταν η Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον το ανεγνωρισμένο κέντρο της αυτοκρατορίας, με τη συμπαράταξη του Σεργίου προς τις θέσεις του Λατερανού — καταδίκη και της μονοθελητικής Εκθέσεως του Ηρακλείου και του Τύπου του διαδόχου του Κώνσταντος Β' (641 - 668), που απαγόρευε κάθε δογματική συζήτηση για θεία ενέργεια ή θέληση — και συνδυαζόταν με παράλειψη του Μαρτίνου να λάβει έγκριση του Κώνσταντος για την άνοδό του στον παπικό θρόνο (649), δηλαδή με πράξη επαναστατική κατά του αυτοκράτορα της Ανατολής, που ενεθάρρυνε αποσχιστικές ενέργειες δυο διοικητών στη Δύση μετά την οργίλη αντίδραση του Κώνσταντος στη στάση του Μαρτίνου. Επομένως η κυπριακή υποστήριξη στη Ρώμη σήμαινε τόλμη και ανεξάρτητο πνεύμα, «κοσμική» δύναμη των αρχιεπισκόπων και επισκόπων της Κύπρου.

 

Φώτο Γκάλερι

Image