Βάσα Κοιλανίου

Image

Vasa Koilaniou- Βρίσκεται στη γεωγραφική περιφέρεια των αμπελοχωριών Λεμεσού - Πάφου, 790 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας γύρω στα 3 χμ. νοτιοδυτικά του Ομόδους και γύρω στα 4 χμ. από τα διοικητικά σύνορα Λεμεσού και Πάφου.

 

Τα ασβεστούχα εδάφη της περιοχής αναπτύχθηκαν πάνω στις κρητίδες, τις μάργες και τις μαργαϊκές κρητίδες του σχηματισμού Πάχνας, της Μειόκαινης γεωλογικής περιόδου. Το ανάγλυφο είναι διαμελισμένο από αρκετά ρυάκια, ιδιαίτερα από ένα παραπόταμο του Χάποταμιου που διασχίζει το χωριό ανατολικά του οικισμού. Ο παραπόταμος αυτός, που πηγάζει από τα βόρεια του χωριού, όπου βρίσκεται και ο υδροκρίτης, έσκαψε μια βαθιά κοιλάδα, ιδιαίτερα στα ανατολικά και νότια του οικισμού. Ο Κρεμμός της Λαόνας, μεταξύ Άρσους, Βάσας και Ομόδους, απ' όπου πηγάζουν μερικά ρυάκια, έχει υψόμετρο 1.092 μ. Από τα βόρεια μέχρι τα νότια των διοικητικών ορίων του χωριού, το υψόμετρο πέφτει κάπου 300 μ. Τόσο η κλίση προς τα νότια, όσο και το διαμελισμένο κιμωλιούχο τοπίο με τις ήπιες διακυμάνσεις είναι το κύριο χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των κρασοχωριών της Λεμεσού.

 

Πάνω στα ασβεστούχα εδάφη της Βάσας με μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 710 χιλιοστόμετρα καλλιεργούνται κυρίως οινοποιήσιμα αμπέλια, λίγα φρουτόδεντρα (κυρίως μηλιές και αχλαδιές) και πολύ λίγα σιτηρά, νομευτικά φυτά και λαχανικά. Καλλιεργούνται επίσης λίγες αμυγδαλιές και ελιές. Η Βάσα είναι το πέμπτο αμπελοχώρι της Λεμεσού με βάση την καλλιεργήσιμη έκταση με αμπέλια, είναι δε μεταξύ των οκτώ χωριών της Λεμεσού, που η καλλιεργούμενη με αμπέλια έκταση υπερβαίνει το 40% της ολικής τους έκτασης.

 

Βλέπε λήμμα: Κρασί

 

Η Βάσα φημιζόταν και σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους για τ' αμπέλια της. Μνεία για την καλλιεργούμενη με αμπέλια περιοχή κάνει ο ντε Μας Λατρί, ιδιαίτερα όμως ο Α. Γκωντρύ, μεταξύ άλλων, αναφέρει και τα ακόλουθα: ...το Όμοδος, η Βάσα και το Άρσος παρέχουν τα καλύτερα μαύρα κρασιά του νησιού. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει πως στο Κοιλάνι και τη Βάσα παρασκευάζονται οι πιο μεγάλες ποσότητες σταφίδας. Στην εξαγωγή μεγάλων ποσοτήτων βασιώτικης σταφίδας αναφέρεται και ο ντε Μας Λατρί.

 

Η κτηνοτροφία δεν είναι ανεπτυγμένη.

 

Η Βάσα γνώρισε μια αλματώδη πληθυσμιακή ανάπτυξη από το 1881 μέχρι το 1946, όπως συνέβη με αρκετά άλλα αμπελοχώρια. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

Χρονολογία Κάτοικοι
1881 397 
1891 512 
1901 588 
1911 690 
1921 785 
1931 801 
1946 871 
1960 741 
1973 551 
1976 559 
1982 367 
1992 174 

2001

2011

118 

163

2021

169

 

Αξίζει να αναφερθεί πως η Βάσα το 1946 ήταν το δέκατο έκτο σε πληθυσμό χωριό της Λεμεσού από ένα συνολικό αριθμό 127  χωριών. Ο οικισμός είναι συμπαγούς συγκεντρωτικού τύπου. Στον τύπο αυτό του οικισμού εκτός από τον κοινωνικό παράγοντα σε μεγάλο βαθμό συνήργησε και το ανάγλυφο. Στο χωριό διατηρείται ακόμη η γοητευτική παραδοσιακή αρχιτεκτονική με λιθόστρωτους δρόμους, μακρυνάρια, δίχωρα και ανώγια, κτισμένα με άψογη πελεκητή ασβεστόπετρα. Σε αρκετά σπίτια υπάρχουν ακόμη τα πατητήρια, αλλά και τα σύγχρονα πιεστήρια για την παραγωγή του φημισμένου βασιώτικου κρασιού καθώς και οι αποστακτήρες για την παραγωγή της ζιβανίας.

 

Το χωριό συνδέεται στα ΒΑ. με το Όμοδος και τις Πλάτρες, στα ΝΔ. με τη Μαλλιά, στα ΝΑ. με την Ποταμιού, στα Ν. με την Κισσούσα και την Πάχνα, και στα ΒΔ. μέσω Μαλιάς με το Άρσος. Ένας χωματόδρομος συνδέει το χωριό στα βόρεια με το δρόμο Αγίου Νικολάου -Μανδριών.

 

Ιστορικά στοιχεία

Σύμφωνα με τον ντε Μας Λατρί η Βάσα κατά τη Λουζινιανο - βενετική περίοδο υπήρξε φέουδο που ανήκε στον Ιωάννη Ιβελίνο της Γιάφφας. Κατά τον Χόκαρθ «πιθανόν το χωριό να χρωστά τον σημερινό πλούτο και την ευημερία του κατά κύριο λόγο στους πρώην βαρώνους της Κύπρου».

 

Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρει πως στη Βάσα, χωρίον τῆς ἐπαρχίας Πάφου εὑρίσκονται δύο κομμάτια λείψανα τοῦ  ἁγίου Βαρνάβα, τα οποία είδε Νεόφυτος Ροδινός Κύπριος, καί αὐτά ἀπροσκύνησεν. Τη Βάσα μνημονεύει και ο Τζέφρυ ο οποίος αναφέρει πως ήταν φέουδο του Ιωάννη Ιβελίνου, αλλά στο χωριό δεν επέζησε τίποτε το αρχαίο. Ο Γκάννις αναφέρει πως έξω από το χωριό βρίσκεται εκκλησάκι του 15ου αιώνα, αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο... Φαίνεται πως υπήρχε σ' ένα λόφο στο κέντρο του χωριού βενετικός πύργος και τα θεμέλια μιας τετράγωνης οικοδομής βρίσκονται ακόμη εκεί. Όταν ο συγγραφέας επισκέφθηκε το χωριό το 1933 του δόθηκε μια συλλογή από βενετικά ξίφη... που βρέθηκαν από τους χωρικούς ...στην τοποθεσία του πύργου...

 

Τα γράμματα καλλιεργήθηκαν στη Βάσα από πολύ νωρίς. Σύμφωνα με τον Λοΐζο Φιλίππου τό πρώτον ἰδιωτικόν σχολεῖον ἱδρύθη εἰς τήν Βάσαν κατά τό ἒτος 1827 ὑπό γυναικός τινος Μαρίας Καρπετίνας, ἣτις ἐδίδαξεν μέχρι τοῦ 1835... Ὡς γραφικήν ὓλην ἐχρησιμοποίουν οἱ μαθηταί ὂστρακα καί ὠμοπλάτας βοῶν... Τό 1850 διωρίσθη διδάσκαλος ὁ  Ἀχιλλεύς Ν. Ἱεροψάλτης, παγκυπρίως γνωστός ὡς δυνατός γνώστης τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς... Ἀναφέρεται ὃτι καί αὐτοί οἱ  Ὀθωμανοί τόν παρεκάλουν νά τούς ψάλλῃ μέ τήν γλυκεῖαν φωνήν του διάφορα τῆς Πανδώρας τεμάχια! Ἀφ ' οὗ συνεπλήρωσε τάς σπουδάς του διωρίσθη διδάσκαλος εἰς Πατρίκι, ὁπόθεν ἐκλήθη εἰς τήν ὑπηρεσίαν τῆς φιλομούσου κοινότητος Βάσης. Κατηρτίσθη ἐπιτροπεία ὑπό τήν προεδρίαν τοῦ  ἱερέως Παπαμιχαήλ Κυπριανοῦ, πρωτοστατοῦντος καί τοῦ προκρίτου Χ''Λοϊζῆ Μιχαηλίδου, ἡ  ὁποία ἀνέλαβεν τήν φροντίδα τῆς λειτουργίας τῆς   Σχολής. Ὁ Ἂχιλλεύς Ν. Ἱεροψάλτης ἐδίδαξεν εὐδοκιμώτατα μέχρι τοῦ 1860. Κατά τήν 10ετῆ ταύτην τῆς διδασκαλίας του περίοδον ἐμορφώθησαν ἀρκετοί νέοι ἒκ τε τῆς κοινότητος Βάσης καί τῶν πέριξ καί τινες ἐξ αὐτῶν διέπρεψαν ἐν τῇ Βυζαντινῇ Μουσικῇ  ὡς ὁ διαπρεπής ἐν τῷ Παγκυπρίῳ Γυμνασίῳ καί Διδασκαλείῳ καθηγητής τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς κ. Στυλιανός Χουρμούζιος.

 

Για τη βυζαντινομουσικολογική παράδοση με επίκεντρο την κοινότητα Βάσας Κοιλανίου που άκμασε για ένα και περισσότερο αιώνα, ο Θ. Παπαδόπουλος αναφέρει: Μπορούμε να μιλούμε για διαμόρφωση σχολής βυζαντινής μουσικής, που ξεκινώντας από τα τοπικά πλαίσια κάλυψε ολόκληρη την Κύπρο και επεξετάθη, με τη θεωρητική συμβολή της, σε ευρύτερους κύκλους της Ορθοδοξίας... Ο Αχιλλεύς Νικολαΐδης βαθύς γνώστης του θεωρητικού της βυζαντινής μουσικής, ταυτόχρονα δε δεινός ιεροψάλτης, εξήσκησε την ιεροψαλτική στον κοινοτικό ναό του Οσίου Βαρνάβα του εν Βάση, στη θέση του οποίου ανηγέρθη, γύρω στα 1900, ο παρών ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Ο Αχιλλεύς Νικολαΐδης δεν ηρκέσθη στην εξάσκηση του ιεροψαλτικού επαγγέλματος, αλλά μετέβαλε τον οίκο του, που βρισκόταν απέναντι από τη δυτική πρόσοψη του ναού, σε φυτώριο ανανεώσεως της βυζαντινής μουσικής διδασκαλίας στη Νήσο... Αναφέρονται οκτώ ονόματα μαθητών της «σχολής Βαθέων» ανάμεσα στους οποίους και ο Στυλιανός Ελευθερίου, μετέπειτα Χουρμούζιος, ο οποίος υπήρξε ο επιφανέστερος μαθητής του Αχιλλέα Νικολαΐδη και διά μέσου του οποίου η σχολή της Βάσας εξήσκησε σημαντικώτατη επιρροή από απόψεως προαγωγής, της βυζαντινής μουσικολογίας σε παγκύπρια κλίμακα.

 

Στο χωριό Βάσα Κοιλανίου ασκήτευσε σε σπήλαιο ο άγιος Βαρνάβας, ένας από τους 300 Αλαμάνους αγίους, όπως αναφέρει ο Λεόντιος Μαχαιράς. Στο χωριό σωζόταν μέχρι και το 1897 εκκλησία στο όνομα του αγίου Βαρνάβα, που είναι άλλος από τον ιδρυτή της Κυπριακής Εκκλησίας απόστολο Βαρνάβα. Στο χωριό αναφέρεται ότι ασκήτευσε και ο Τίμων.

 

Ο χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς κάνει λόγο για τον «κύρην της Βάσας», δηλαδή κάποιον μη κατονομαζόμενο ευγενή, ο οποίος κατείχε τότε το χωριό και το 1365 είχε πάρει μέρος στην εκστρατεία του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Α΄ κατά της Αλεξάνδρειας, την οποία κατέλαβε δι’ εφόδου και λεηλάτησε.

 

Σε παλαιούς χάρτες το χωριό είναι σημειωμένο ως Vassa και Vasu.

Τοπων: Βάσα, ονομασία καθαρά αρχαίας ελληνικής προέλευσης, όπως και αρκετές άλλες ονομασίες στην Κύπρο από την ίδια ρίζα, όπως η Γεράσα, η Γεροβάσα η Πέρα Βάσα κλπ. Η ονομασία αναμφίβολα προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη βᾶσσα (ή και βῆσσα) που σημαίνει δασώδης κοιλάδα. Στην Αρκαδία της Πελοποννήσου υφίστατο κατά την αρχαιότητα οικισμός με την ονομασία Βᾶσσαι, όπου βρισκόταν και ο περίφημος ναός του Επικουρίου Απόλλωνος (Παυσανίας, 8,41.7). Οι ονομασίες των πιο πάνω χωριών ή και τοπωνυμίων της Κύπρου πρέπει να σχετίζονται με την εποίκηση της Κύπρου από τους Αρκάδες. Ο τύπος Γεροβάσα υποδηλώνει την ἱερήν βᾶσσαν, απ' όπου, σε συντόμευση της λέξης, έχουμε την ονομασία Γεράσα.

 

 

Πηγή:

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image