Οι σχέσεις Κύπρου - Αιγύπτου κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Εποχής θα πρέπει να αναζητηθούν στις δογματικές έριδες και στο θεολογικό πεδίο. Στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας της Βιθυνίας (325) η κυπριακή αντιπροσωπεία συγκρούστηκε με τον Αλεξανδρινό αιρεσιάρχη Άρειο, αλλά και τότε και στο εξής η Εκκλησία της Κύπρου συνεργάστηκε με τους Ορθόδοξους Αλεξανδρινούς ιεράρχες, των οποίων τη δύναμη και επιρροή χρησιμοποίησε συχνά στη διαμάχη της προς την Εκκλησία της Αντιοχείας, που διεκδικούσε δικαιώματα δικαιοδοσίας στην κυπριακή Εκκλησία. Στη Σύνοδο της Σαρδικής (343-344) η Κύπρος τάχθηκε με τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας και τον επίσκοπο Ρώμης, που ευνοούσε ο αυτοκράτορας της Δύσης Κώνστας, κατά του αρειανίζοντος κόμματος που υποστηριζόταν από τον αυτοκράτορα της Ανατολής Κωνστάντιο Β'. Η εκλογή του Μεγάλου Επιφανίου, στα 366, ως επισκόπου Κωνσταντίας έγινε με τη βοήθεια της Εκκλησίας Αλεξανδρείας, της οποίας ο επίσκοπος Θεόφιλος υπήρξε στενός φίλος και συνεργάτης του κατά του ελληνίζοντος Αλεξανδρινού θεολόγου Ωριγένη, καθώς και στη διαμάχη του με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Χρυσόστομο. Στα 401, μάλιστα, ο Επιφάνιος ύστερα από παράκληση του Θεοφίλου οργάνωσε Σύνοδο στην Κωνσταντία, στην οποία καταδίκασε τον Ωριγένη.
Ανάμεσα στους μοναχούς, κληρικούς κ.ά. ευσεβείς θεολογούντες αλληλογράφους του Επιφανίου ανά την Μέση Ανατολή ήσαν και μερικοί από την Αίγυπτο.
Στη ζωγραφική των πρωτοχριστιανικών μνημείων της Κωνσταντίας συναντάται σημαντική επίδραση της τεχνοτροπίας της Αιγύπτου, που είναι γνωστή ως Nειλωτική για τα μοτίβα της (λωτός κλπ.). Αυτό εξηγείται από τις στενές εκκλησιαστικές σχέσεις Κύπρου-Αλεξανδρείας. Από το Σινά και τον κόλπο του Αγίου Αντωνίου στο Κλύσμα και τους εκεί ασκητές, εισήλθαν στην Κύπρο ιδέες ανατολικές, όπως η ιδέα του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ Παραδείσου και Κόλασης, όπως μαρτυρείται σε θεολογικό κείμενο που γράφτηκε στην Αμμόχωστο στα μέσα του 7ου αι. Φορέας των ιδεών αυτών ήταν ο αββάς Καϊουμάς που είχε ζήσει αρκετά χρόνια ως ασκητής στον κόλπο του Αγίου Αντωνίου, από όπου φαίνεται ότι έλαβε τη σχετική ιδέα, όπως και ο Μωάμεθ που την ενσωμάτωσε στο Κοράνι. Η επαφή Κύπρου-Αλεξανδρείας τονίστηκε στις αρχές του 7ου αι. με την άνοδο στο θρόνο της τελευταίας και την εκεί σπουδαία δράση του Κυπρίου Ιωάννη του Ελεήμονος, από την Αμαθούντα, από τις διασημότερες μορφές της Ορθοδοξίας.
Κατά την εποχή των αραβικών επιδρομών οι Αιγύπτιοι συμμετείχαν με στόλο τους στην επίθεση εναντίον της Κύπρου κατά την πρώτη οργανωμένη αραβική εκστρατεία του Μωαβία. Ο τότε εμίρης της Αιγύπτου Αβδαλλάχ Ιμπν Σαάντ Ιμπν Αμπί Σαρ ενίσχυσε τον Μωαβία με μέρος του αιγυπτιακού στόλου του που συμμετείχε στην κατά της Κύπρου εκστρατεία την άνοιξη του 649 μ.Χ. Πιθανός λόγος τόσο για την επίθεση του Μωαβία στην Κύπρο, όσο και για τη συμμετοχή Αιγυπτίων σ' αυτήν, ήταν η χρήση της Κύπρου ως βάσης του βυζαντινού στόλου που διενήργησε σειρά επιθέσεων στη Συρία, καθώς και επίθεση κατά της Αλεξανδρείας στα 646 μ.Χ. με αρχηγό τον στρατηγό Μανουήλ.
Οι περαιτέρω σχέσεις και επαφές Κύπρου-Αιγύπτου στα χρόνια των αραβικών επιδρομών (649-963/4), χάνονται στο σύνολο των κυπρο-αραβικών σχέσεων και γι' αυτό δεν υπάρχουν σαφείς σχετικές ειδήσεις στις πηγές, εκτός σπανιότατα. Εμπόριο διεξαγόταν τακτικά ή στα διαλείμματα των πολέμων μεταξύ αραβικής Αιγύπτου και Κύπρου, της οποίας τότε το καθεστώς συγκυριαρχίας και ουδετερότητας επέτρεπε και ενθάρρυνε τις συναλλαγές. Επειδή το κέντρο βάρους των πολιτικοστρατιωτικών εξελίξεων των σχετικών, προς την Κύπρο και τους Άραβες εστράφη προς τη Συρία- Μ. Ασία και τα πέριξ, η Αίγυπτος δεν μνημονεύεται σ' αυτές, ούτε ξέρουμε αν κάποιος από τους Άραβες τοπικούς άρχοντες των τότε Αράβων κατοίκων του νησιού καταγόταν από την Αίγυπτο ή είχε σχέση προς κέντρα αποφάσεων στην Αίγυπτο. Το ίδιο ισχύει και για την ύστερη Βυζαντινή περίοδο της Κύπρου 963/4-1191. Όμως και τότε, πυκνότερο από πριν, συνεχίζεται το εμπόριο Κύπρου- Αιγύπτου-Βυζαντίου- Ευξείνου, στο οποίο εμπλέκονται και οι δυτικές εμπορικές χώρες και πόλεις (Βενετία, Γένουα, Πίζα κλπ).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια