Η χρονολόγηση της πρώτης σχέσης Αλβανών και Κύπρου εξαρτάται από την ταύτιση ή όχι του όρου Αλβανός προς τον όρο Ιλλυριός. Αν πράγματι οι Ιλλυριοί πρέπει τελικά να θεωρηθούν οι απώτεροι πρόγονοι ή πρόδρομοι των Αλβανών, τουλάχιστον εν μέρει, όπως τείνει σήμερα πια να γίνει αποδεκτό στην ιστορική επιστήμη, τότε η πρώτη εγκατάσταση κάποιου μικρού προφανώς αριθμού «Αλβανών» Ιλλυριών στην Κύπρο πρέπει να ανάγεται στα Ρωμαϊκά χρόνια, οπότε, κατά τη μαρτυρία του Πλίνιου(1), κατά τον 1ομ.Χ. αι. στο Λύκιο πέλαγος [στις ΒΔ. ακτές της Κύπρου, όπου η σημερινή Τηλλυρία] (βρίσκονται) «η Ιλλυρίς, η Τέλενδος, η Αττελέβουσα, τρία άγονα κυπριακό νησιά, κι η Διονυσία, που πρωτύτερα λεγόταν Χαραίτα»(2). Επειδή η ονομασία Ιλλυρίς δεν μπορεί να δόθηκε τυχαία, λογικά πρέπει να γίνει δεκτό ότι δόθηκε λόγω εγκαταστάσεως σε αυτό το νησί κάποιων «Ιλλυριών» ήδη από κάποιο διάστημα προ του 1ου αι., ίσως από τα Ελληνιστικά χρόνια, ίσως κι από τους πρώτους Πτολεμαίους που είχαν ακόμη επαφές προς την πολεμική, ανυπότακτη φυλή των γειτόνων προς τους Μακεδόνες Ιλλυριών. Η πιθανή εγκατάστασή τους έγινε για να φρουρούν τα ΒΔ. παράλια του νησιού κατά των ανηλεών πειρατών της έναντι Κιλικίας και της Λυκίας. Επί Ρωμαίων η παράδοση αυτή ήταν φυσικό να συνεχιστεί, παρά την «αποστρατικοποίηση» της Κύπρου, όπως αυτή μαρτυρείται από τη φράση του Πλίνιου. Η τοποθέτηση φρουρών «Ιλλυριών» για την αστυνόμευση των βορείων θαλασσών της Κύπρου δεν αντέφασκε προς την «αποστρατικοποίηση», που αποτελεί χαρακτηριστικό της Ρωμαιοκρατίας στο νησί από τις πρώτες μέρες της (Τ.Β. Mitford).
Η επόμενη αναφορά «Αλβανών» - «Ιλλυριών» στην Κύπρο τίθεται κατά τη διακυβέρνηση του νησιού από τον δούκα Καλόκαιρο (332 - 333 μ.Χ.) και από τον διάδοχό του Καίσαρα Δαλμάτιο*(3). Ο Καλόκαιρος εστάλη να ανορθώσει την οικονομία και να περιφρουρήσει την ασφάλεια της Κύπρου μετά τον σεισμό του 332 μ.Χ. Προς τούτο «ἐκάλεσεν ἀπό τήν Ἀλβανίαν ἓνα ἱππικόν στράτευμα, τούς ὁποίους διώρισεν κατά διαστήματα εἰς τά παραθαλάσσια διά φύλαξιν... ἀπό τάς ἐπιδρομάς τῶν θαλασσίων ληστῶν, δηλαδή των πειρατών κυρίως των μικρασιατικών ακτών»(4). Οι Αλβανοί αυτοί, νυχθήμεροι φρουροί των (βορείων κυρίως) ακτών, πληρώνονταν από καθεχρονικόν δόσιμον των κατοίκων, που προϋπήρχε της μεταφοράς των Αλβανών, πιθανώς για πληρωμή εκ παραδόσεως «Ιλλυριών» φρουρών στα (βόρεια) παράλια που είχαν πλέον εκλείψει και τώρα (332) αναπληρώθηκαν με νέους από την ίδια περιοχή. Το «δόσιμον» αυξήθηκε πολύ με τον καιρό και βάρυνε κυρίως τους χωρικούς, γιατί οι αστοί απαλλάχθηκαν από αυτό, έγινε δυσκολοπλήρωτο και προκάλεσε την δυσαρέσκεια των χωρικών. Αυτήν φαίνεται ότι εκμεταλλεύθηκε (αφού βέβαια χειροτέρεψε μετά τα δεινά των σεισμών) ο Καλόκαιρος για να οργανώσει την αποστασία του κατά του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος και την κατέστειλε δια του στενού συγγενούς του Καίσαρος Δαλματίου(5). Ο Δαλμάτιος ως σχετιζόμενος προς τον ιλλυρικό - δαλματικό χώρο (στη Ναϊσσό, σημερινή Νις της Γιουγκοσλαβίας, γεννήθηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος), θα ήταν πιο φυσικό ή εξίσου λογικό να μεταφέρει κι αυτός «Αλβανούς» στην Κύπρο και για αστυνόμευση της περιοχής αλλά και για την καταστολή του κινήματος του Καλόκαιρου˙ αλλά τούτο δεν αναφέρεται, ίσως από σύγχυση ή παράλειψη των πηγών ή των μεταγενεστέρων ιστορικών. Όπως έχει αποδειχθεί αλλού(6), η συσχέτιση της αγίας Ελένης προς τη «σχεδόν ερήμωση» της Κύπρου στα προ του 325-326 χρόνια, είναι θρύλος της κυπριακής εκκλησιαστικής παράδοσης, που συγχέει τις «επισκέψεις» της στην Κύπρο (στα 326 και 327 καθοδόν προς και στην επιστροφή της από τους Αγίους Τόπους) με γεγονότα σχετικά προς τον σεισμό του 332, του οποίου τις καταστροφικές συνέπειες θέλει να παρουσιάσει την βασιλομήτορα να θεραπεύει, μεταξύ άλλων και επανοικίζοντας την Κύπρο με νέους κατοίκους Ρωμαίους από τις γύρω, ελληνικές τότε ακόμη, επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά και με τους επιστρέφοντες παλαιούς(7). Ο Κυπριανός, προχωρώντας από σύγχυση σε σύγχυση και από μια παρεξήγηση σε άλλη, προσθέτει αλλού(8) «...ἐκεῖνα τά βουνά λέγονται Τηλιρία, καί οἱ κατοικοῦντες εἰς τά χωρία Τήλιροι, γένος ἐλθόν ἀπό τῆς Τήλου νήσου πλησίον τῆς Ρόδου, καί κατοίκησαν ἀπό τοῦ καιροῦ τῆς ἁγίας Ἑλένης, μέ ὑπόσχεσιν νά φυλάττουσι τάς ἐκεῖ παραθαλασίας. Ἦτον [οι Τήλιροι] καί τάγμα στρατιωτῶν ἐξ αὐτῶν πλέον τῶν διακοσίων ἐπί τῶν δουκῶν, γενναῖον, καί μιμούμενον τούς Σφακιανούς τῆς Κρήτης κατά πάντα, οἱ Λουζινιανοί ἐχάλασαν αὐτό τό τάγμα, διά τό νά ἂρχισαν νά γίνωνται κλέπται καί λησταί.» Φυσικά οι «Τήλιροι» δεν ήσαν άλλοι από τους Ιλλυριούς ή Αλβανούς, σε μεγάλο βαθμό ελληνόφωνους Ηπειρώτες ή ανάμεικτους Ελληνοϊλλυριούς, σκληροτράχηλους στρατιωτικούς, που από πολύ παλαιά ζητούσαν την τύχη τους στους μεγάλους στρατούς κάθε εποχής, του Αλεξάνδρου, των Διαδόχων, των Ρωμαίων και των Βυζαντινών, αργότερα των Οθωμανών και των Δυτικών κρατών του έσχατου Μεσαίωνα και των νεότερων χρόνων (οι περίφημοι stradiotti). Ελληνόφωνοι πρέπει να ήσαν και αν περιληφθούν στο σύνολο των νέων Ρωμαίων κατοίκων που ήλθαν στο νησί μετά την «θαυματουργό» παρέμβαση της αγίας Ελένης (326-327), ορθότερα μετά το 332-333 και άσχετα προς αυτήν (βλ. σημ. 7). Ειδικότερα γι’ αυτούς ο Κυπριανός γράφει: «Ἀλβανοί, ἢ Ἀλβανέζοι, ἦτον γένος ἀνθρώπων, ὁποῦ ἦλθαν, ὡς εἲπομεν, ἀπό τήν Ἀλβανίαν διά φύλαξιν τῆς Νήσου, οἱ ὁποῖοι ἐπληρώνοντο μέ βασιλικόν μισθόν. Πολλοί ἀπό αὐτούς ἐγέννησαν παιδιά καί ἒγκονα, τά ὁποῖα ἐκατοίκουν εἰς χωρία. Ὃσοι λοιπόν εἶχον μισθόν βασιλικόν, δέν ἐδύναντο νά ἒχουν γῆν νά τήν δουλεύουσι, διατί ἦτον στρατιῶται. Ὃσοι δέ δεν εἶχον μισθόν, εἶχον γῆν, καί εἰς τό διαμοίρασμα τῶν γενημάτων μετέρχοντο τόν τρόπον τῶν ἐλευθέρων, δηλονότι ἐμοίραζον εἰς τό πέμπτον, ἢ περισσότερον, κατά τό ἒθνος ὃπου ἐπεκράτει εἰς τά χωρία ὃπου εὑρίσκοντο. Εἰς τούς μισθωμένους Ἀλβανέζους ἐδόθησαν κάποια χωράφια, τά ὁποῖα ὂντα ἐλεύθερα ἀπό κάθε δόσιμον, ἐσπέρνοντο ἀπ' αὐτούς διά τήν τροφήν τῶν ἳππων αὐτῶν» (9). Παρόμοια γράφει και το χειρόγραφο του Νεόφυτου Ρόδινου(10), καθώς κι ο Στέφανος Λουζινιανός(11) που σημειώνει ότι «οι Αλβανοί ή Μακεδόνες ήσαν... όλοι ένοπλοι, καταγόμενοι από την Ήπειρο, συνεχώς κινούμενοι σ' όλη τη χώρα... γι' αυτό ονομάστηκαν στρατιώτες ή Αρβανίτες... δηλαδή αγροτικοί δρομείς. Είχαν γυναίκες και παιδιά κι είχαν υποχρέωση μαζί με τους καπετάνιους των να υπερασπίζουν το νησί κατά των πειρατών και των κουρσάρων. Καθένας τους κατείχε αγρό ή γη, όπου έσπερνε και θέριζε αρκετά χόρτα για το άλογό του ...το Μάρτιο ...καλάμια σαν φάρμακο (!) για να τα ενδυναμώσει... τον άλλο χρόνο κριθάρι... Δεν υπέκειντο σε κανένα παρά μόνο στους καπετάνιους των και στο βασιλιά. Μετά τη βενετική κατοχή της Κύπρου υπάχθηκαν στον Προβλεπτή ... Όσοι δεν ήσαν δεσμευμένοι [με στρατιωτικές υποχρεώσεις] ήσαν ελεύθεροι με τα παιδιά τους σε κάθε ζήτημα και δούλευαν τη γη, και απολάμβαναν τις ίδιες συνθήκες όπως οι ελεύθεροι» [χωρικοί].
Ενώ ο Λουζινιανός λέγει ότι όλοι οι Αλβανοί είχαν γη, ο Νεόφυτος Ρόδινος γράφει ότι μόνο 200 από τους 1000, το 1/5, είχαν γη, κι είτε ο ένας είτε ο άλλος σφάλλει, ή ίσως εκφράζουν διαφόρων εποχών καταστάσεις. Ο Κυπριανός (σ. 41) αναφέρει επίσης 200 ως τάγμα [προφανώς που κατείχαν γη;] που αντιστοιχούν προς τους δικαιούμενους να έχουν στα χωριά γη αλλά όχι μισθό, σε αντιδιαστολή προς τους λοιπούς που είχαν μόνο μισθό αλλά που [αργότερα;] τους εδόθησαν [και] κάποια αφορολόγητα χωράφια (σ. 55). Υποθέτουμε ότι υπάρχει αλυσίδα συγχύσεων, που δίκαια έσπρωξαν τον G. Hill(12) να θεωρήσει, με μεγάλη δόση υπερβολής, εσφαλμένη τη χρονολόγηση των πρώτων «Αλβανών» εποίκων στην Κύπρο στα Βυζαντινά χρόνια, κάτι που τείνει να δεχθεί κι ο R.M. Dawkins(13). Κατά τον Hill, οι πρώτοι Αλβανοί εισήχθησαν στην Κύπρο κατά τον 15ο αιώνα. Αλλά πέραν των συγχύσεων, ο ιστορικός πυρήνας φαίνεται βέβαιος και δεν μπορούν να θεωρηθούν τίποτε άλλο παρά «Πρωτο-Αλβανοί- Ιλλυριοί» οι έστω και λίγοι ασφαλώς φρουροί κάτοικοι της Ιλλυρίδος νήσου, καθώς και οι εγκλιματισμένοι και εξελληνισμένοι Κύπριοι των μέσων του 3ου και των αρχών του 5ου μ.Χ. αι. αντίστοιχα: Κλ. Λεόντιχος Ιλλυριός υπατικός της Κύπρου και Ιλλύριος επίσκοπος Λαπήθου (409-439 μ.Χ.), ο πρώτος με δράση και στην Αθήνα(14), και οι Αλβανοί ή Τήλλυροι του 332 κατά τον Κυπριανό, κ.ά.
Η υπηρεσία Ιλλυριών, Αλβανών κ.ά. «βαρβάρων» στον βυζαντινό και στον ρωμαϊκό στρατό ήταν τόσο κοινή ώστε τέτοια φαινόμενα δεν θα ήσαν εκπληκτικά(15), όπως ούτε η παρουσία Ηπειρωτών Ελλήνων στο νησί, των οποίων προέκταση από την ίδια περιοχή ήσαν οι Ιλλυριοί πολεμιστές φρουροί(16). Το ότι οι Λουζινιανοί διέλυσαν το τάγμα των Τηλλύρων - Ιλλυριών - Αλβανών (σημ. 9), αν πράγματι το έπραξαν, δεν σημαίνει ότι οι εγκλιματισμένοι στη ΒΔ. ακτή φρουροί εγκατέλειψαν τις κατοικίες τους, ούτε αποκλείει επανασύνδεση προς αυτούς ή τα κατάλοιπά τους, των νεόφερτων στα 1487 (και γενικότερα κατά τους 15ο και 16ο αι.) Αλβανών, που μεταφέρθηκαν για να ενισχύσουν την άμυνα των ακτών αντί των χωρικών στους οποίους είχε ανατεθεί αυτή από τους Λουζινιανούς (17). Τέτοια επανασύνδεση, έστω περιορισμένης κλίμακας, θα ευνοήθηκε κι από την τοποθέτηση αρκετών ή μερικών από τους νέους εποίκους στην ίδια γεωγραφική περιοχή, τις ΒΔ. ακτές, αν και πολλοί σκορπίστηκαν σ' όλες τις παραλίες για αντιμετώπιση του αυξανόμενου τουρκικού κινδύνου. Πάντως το επώνυμο Τιλλυρία ή Τηλλυρία (από τη φράση στην Ιλλυρίαν >στην Ιλλυρκάν> στηλ> Λυρκάν, η Ιλλυρκά > η' λλυρκά) παρέμεινε από την βυζαντινή εποχή για να χαρακτηρίσει την ΒΔ. «κοιτίδα» των «Ιλλυριών», που τώρα από το λαό λέγονται μόνο Αλβανοί, ενώ το όν. Ιλλύριοι χρησιμοποιείται κυρίως από τους λόγιους ως τον 16ο αιώνα και πέραν(18).
Στα 1567 ο Porcacchi γράφει ότι οι Αλβανοί μεταφέρθηκαν για να υπερασπίσουν τις ακτές της Κύπρου εναντίον των πειρατών, παντρεύτηκαν στην Κύπρο, κι απόγονοί τους διατήρησαν το όνομα της χώρας προέλευσής τους, της Αλβανίας(19). Προφανώς ομιλεί για τον εποικισμό των 15ου -16ου αι., αλλά όσα λέγει μπορούσαν να ισχύσουν και για το παλαιότερο στρώμα της Βυζαντινής εποχής, που είχε στο μεταξύ αφομοιωθεί χωρίς να απαλλαγεί από την απειθάρχητη φύση του. Στα 1599 ο J. Cotovicus επαναλαμβάνει τα ίδια, με την προσθήκη ότι η πατρίδα των Αλβανών της Κύπρου ήταν η Αλβανία- Ήπειρος, ήσαν ελεύθεροι, επί βασιλέων [Λουζινιανών] και Βενετών πληρώνονταν [όλοι] από το κράτος, φρουρούσαν νυχθημερόν τις ακτές με περιπολίες, κι εγκαταστάθηκαν τελικά στο νησί(20). Κι ο Cotovicus νομίζουμε ότι αναμειγνύει και συγχέει γεγονότα των 15ου -16ου αι. προς άλλα της Βυζαντινής εποχής, αλλά η ταύτιση Ηπείρου και Αλβανίας, που αντιστοιχεί στην ταύτιση Αλβανών και Μακεδόνων από τον Στ. Λουζινιανό, είναι χαρακτηριστική και ενδεικτική του ότι οι «Αλβανοί» αυτοί ήταν τουλάχιστον ελληνόφωνοι ή και ελληνόφωνοι αν όχι αποκλειστικά Έλληνες, όπως και οι καθ’υπερβολήν και γενίκευση θεωρούμενοι Αλβανοί stradiotti που υπηρετούσαν στα ευρωπαϊκά κράτη τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Όταν ο Λουζινιανός γράφει(21) ότι η κυπριακή ελληνική γλώσσα εφθάρη από διάφορους ξένους, ανάμεσά τους είναι και οι Αλβανοί ή Λακεδαιμόνιοι (!), που σ' άλλο χωρίο του η γλώσσα τους χαρακτηρίζεται αλβανική ή μακεδονική(22), δηλαδή ελληνική. (Ο όρος Λακεδαιμόνιοι είναι προφανώς σφάλμα του Στ. Λουζινιανού αντί του Μακεδόνες, εκτός αν με αυτόν θέλει να δηλώσει την μέσω Πελοποννήσου κάθοδο των νέων ρευμάτων των Αλβανών στην Κύπρο στα 1487 και γενικά στους 15ο -16ο αι.). Ασφαλώς όμως όλοι οι Αλβανοί stradioiti και στην Κύπρο και στην Ιταλία και στη Δύση, θα ήξεραν και καλά ιταλικά, όπως προκύπτει από την ειδική στρατιωτική ποίησή τους στα βενετικά με ελληνικές λέξεις κατά διαστήματα, που κύριος εκπρόσωπός της ήταν ο stradiotti - ποιητής Manoli Blessi που θρήνησε την άλωση της Λευκωσίας(23).
Κατά την οθωμανική εκστρατεία εναντίον της Κύπρου στα 1570 -71, οι «Αλβανοί» αυτοί διακρίθηκαν για ηρωισμό. Μερικοί απ' αυτούς φαίνονται μάλλον Βυζαντινοί Έλληνες Κύπριοι, διοικητές «αλβανικών» ταγμάτων ή λόχων, άλλοι ήσαν Ελληνο-Αλβανοί ή καθαροί Αλβανοί. Αναφέρουμε τους εξής: Αννίβας Αλβανός της περιοχής Χρυσοχούς, Ρονδάκχης, Νικόλας Κυριελέησον [όθεν αργότερα, στα 1613, ένας Ερελέσσα, καπετάνιος στην Πάφο, κ.α.], Lambert [πρβλ. σήμερα Λαμπερτής], Πέτρος Μαυρέσης (χαρακτηριστική η αλβανική κατάληξη -έσης), Φίλιππος Λάσκαρης Κύπριος ευγενής, Δημήτριος Λάσκαρης, ο ιππότης Δημήτριος Παλαιολόγος, Ανδρέας Cortege, Catelle, Θωμάς Blessi [πρβλ. στην Ακανθού επών. Πλησής;], Jehan Ligorese [πρβλ. στην Ελλάδα επών. Λυκουρέζος]. Όλοι αυτοί έδρασαν κατά των Τούρκων στη Λευκωσία. Στην Αμμόχωστο και Λάρνακα οι Νικόλαος Βελάμης, Γεώργιος Σελίμπας, Άγγελος Σπηλιώτης, Γεώργιος Χιλμές, Θωμάς Μπλέσσας, Ιωάννης Λικούτσης, Παύλος Κούτσης [πιθανώς πρόγονος ή συγγενής του ιατροφιλόσοφου Αλοΐσου Κούτση στο Κίτι στις αρχές του 17ου αι.] Αλλού σώθηκαν παρόμοια ή και τα πιο πάνω επώνυμα, ιδίως σε ορεινά χωριά, π.χ. Μάτσης στην Πιτσιλιά και στη Λάρνακα [= Macci, Ιταλοαλβανικό], Σιούτας στη Λάπηθο, παραλλαγή του παφίτικου Xiutta - Ξιούτα, Κυρκελέησος, Καρακόντηλος, Ακροκόνδυλος στη Λάπηθο και στην Πάφο, Ταούτης ή Τάουτος στη Χρυσοχού κ.λ.π.
Παρά τη σφαγή ή την διαφυγή στο εξωτερικό των Αλβανών πολεμιστών με τις οικογένειές τους, ένας αριθμός τους επέζησε κι άφησε κάποια ονοματολογικά ίχνη σαν τα πιο πάνω και σαν το Αρναδί και τα Άρδανα της επαρχίας Αμμοχώστου, που δεν μπορούν να είναι άλλο από Αρβανίν - Άρβανα - Άλβανα -Άρδανα. Προφανώς κατάλοιπο των πολεμιστών αυτών ήταν και το τσουλούφι ή μαύρος θύσανος μαλλιών στην κορυφή της κεφαλής, που διατηρούσαν όσοι κούρευαν σύρριζα το κεφάλι αντί να έχουν μακριά ως τους ώμους μαλλιά, όπως συνήθιζαν οι πιο πολλοί. Όμοια κατάλοιπα μπορεί να ήσαν και η συστηματική ανυποδησία των Τήλλυρων, οι κρίθινες πίτες που έψηναν στις πλάκες, η ζωή στις καλύβες και στα φαράγγια των βουνών, ο εντυπωσιακός λινοβαμβακισμός τους κλπ.(24) Κοτσίδα στο ξυρισμένο κεφάλι είχαν και οι πρόγονοι του Νίκου Καζαντζάκη κατ' επίδραση των πειρατών, καθώς κι οι νομαδικοί - πολεμικοί λαοί της Ασίας και το τέτοιο ή άλλο κούρεμα του κεφαλιού είχε θρησκευτικό-κοινωνικό νόημα δηλώνοντας την κοινωνική θέση του κουρεμένου ατόμου(25).
Επί Τουρκοκρατίας όσοι —πολύ λίγοι— Αλβανοί επέζησαν στο νησί, στα βόρεια παράλια και ορεινά οχυρά σημεία, μετείχαν στα κινήματα των χριστιανικών μάχιμων δυνάμεων της Κύπρου κατά των κατακτητών, με υποκίνηση της Εκκλησίας και των αρχόντων και προκρίτων, μερικών επιφανειακά εξισλαμισμένων, από το 1572 ως το 1670, και μετά από κάθε καταστολή εξέγερσης υποχρεώνονταν να εξισλαμισθούν, τουλάχιστον μερικοί από τους ηττημένους (όπως και οι Αρμένιοι, Μαρωνίτες και Έλληνες μάχιμοι που ηττώντο). Έτσι όσοι δεν εξελληνίστηκαν, ετούρκεψαν(26). Υπήρξαν όμως άλλα στρώματα πολύ περιορισμένης αλβανικής παρουσίας στην Κύπρο, συνιστάμενα σε στρατιωτικές ενισχύσεις για καταστολή τοπικών ταραχών ή εξεγέρσεων, όπως π.χ. στα 1821: τότε η φρουρά της Λάρνακας που είχε σταλεί από την Άκρα και την Τρίπολη της Συρίας αποτελείτο σε μεγάλο βαθμό από Αλβανούς που μαζί με άλλους εστάλησαν από τον Μωχάμετ Αλί της Αιγύπτου και προκάλεσαν αξιοθρήνητα επεισόδια αγριότητας(27). Τα στρατεύματα αυτά, οι Καράμανοι και /ή Αρναουτάδες, έμειναν στην Κύπρο ως το τέλος του 1829 κι άφησαν πικρές αναμνήσεις στο νησί.
Στα 1833 μερικοί Αλβανοί στρατιώτες που είχαν συλληφθεί από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου στη μάχη του Ικονίου (23.12.1832) κι ελευθερώθηκαν μετά τη συνθήκη της Κιουτάχειας (8.4.1833), περνώντας από τη Λάρνακα για να γυρίσουν στην Αλβανία, συμμάχησαν με τον αρχηγό της κοινής εξέγερσης Ελλήνων και Τούρκων, τον Ιωαννίκιο* Λαζίμανο. Στόχος ήταν να καταλάβουν και σαν αμοιβή να λεηλατήσουν τους κρυμμένους βενετσιάνικους θησαυρούς της Αμμοχώστου, σύμφωνα προς τους Ευρωπαίους συμβούλους του Κύπριου ηγέτη, να καταλάβουν και να λαφυραγωγήσουν την πλούσια Λάρνακα και, τέλος, να πολιορκήσουν τη Λευκωσία. Ενώ οι Αλβανοί φίλοι του, γράφει ο G. Hill(28), ελκύσθηκαν από την προσδοκία της λεηλασίας, στούς Έλληνες [οπαδούς του] πρόβαλλε την προοπτική απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό. Στα πλαίσια των σχέσεών του αυτών ο Ιωαννίκιος άλλαξε το μοναστικό του ένδυμα με αλβανική στολή κατά δική του εκλογή και πιθανώς όχι επειδή υποχρεώθηκε από τον όχλο των οπαδών του, όπως γράφει ο Άγγλος υποπρόξενος.
Από τη Σκάλα με 60 Αλβανούς έφυγε στις 15 Ιουλίου 1833 με πλοίο για το Μπογάζι, όπου αποβιβάστηκαν, και στις 19 Ιουλίου 1833 έφθασε στο χωριό του Αγίου Ηλία Καρπασίας, όπου διέδιδε ότι περίμενε γαλλικά όπλα σε πλοίο, που ποτέ δεν έφθασε. Όταν οι αρχές έστειλαν στρατό εναντίον του, ο Ιωαννίκιος, αφού προειδοποιήθηκε από φίλο στη Λευκωσία, με 16 Αλβανούς διέσχισε την Μεσαριά, για να καταφύγει στα προξενεία της Λάρνακας. Οι οπαδοί του στον άγιο Ηλία (ίσως ανάμεσά τους κι οι λοιποί 44 Αλβανοί;) πιάστηκαν κι αποκεφαλίστηκαν, ερημώθηκαν τα γύρω, κι ο Ιωαννίκιος, προδομένος από ένα βοσκό, περικυκλώθηκε στα Πυργά και παραδόθηκε μαζί με τους 16 Αλβανούς του. Από τους συντρόφους του μόνο δυο μπόρεσαν να φθάσουν στη Λάρνακα. Ο Καλόγηρος με τους Αλβανούς μεταφέρθηκαν στη Λευκωσία, όπου ο πρώτος καταδικάστηκε σε θάνατο με παλούκωμα, ενώ οι 16 Αλβανοί κρεμάστηκαν ο καθένας σε μια γειτονιά της πρωτεύουσας(29).
Γενικά, όταν στις κυπριακές ιστορικές και λαϊκές παραδόσεις γίνεται λόγος για Καράμανους στρατιωτικούς που στέλνονταν στην Κύπρο π.χ. στα 1841(30) —ανάμεσά τους συχνά περιλαμβάνονταν και Αρβανίτες, άλλως Αρναούτηδες ή Αρναουτάδες, που τόσο τρομοκράτησαν τους Λεμεσιανούς στα 1821, μένοντας στην Αρναουτο[γειτο]νιά της πόλης, σύμφωνα προς την «Χιώτισσα» του Βασίλη Μιχαηλίδη. Ο Κάβο-Αρναούτης στην ΒΔ. άκρη της επαρχίας Πάφου πήρε το όνομά του από σταθμό ή οχυρό Αλβανών φρουρών της Τουρκοκρατίας και μάλιστα του 19ου αι., γιατί ο πρώτος χάρτης στον οποίο απαντάται (μαζί με τα παλαιότατα ακρωτήρια Acamas promontory και prom. S. (Ε) Pifani) είναι ο χάρτης των W. J. Conybeare - J. S. Howson του 1849(31).
Στους αρχιεπισκοπικούς κώδικες όχι σπάνια αναφέρονται και Αρναουτάδες ή Αλβανίτες, ιδίως σε κατάστιχα του 19ου αι. (π.χ. βλ. κατάστιχο XLIX, σσ. 17,20 1864). Ανεξήγητη είναι η εγγραφή στο κατάστιχο XXVI σ. 3 της 11 Μαΐου 1804: «ὁρισμόν διά νά δέχουνται τούς κρικουτάδες τούς ἀρναουτάδες ...γρ. 250:+». Ίσως πρόκειται περί εντολής για συλλογή του κρικωτά ή κουρκουτά για κάποια (ιατρική;) χρήση από τους Αρβανίτες του στρατού της νήσου(32).
Στα πολύ σύγχρονα χρόνια Κύπριοι εθελοντές μετείχαν στους απελευθερωτικούς αγώνες του Ελληνισμού, που έφθασαν μέχρι την Β. Ήπειρο (που σήμερα κατέχεται από την Αλβανία), στα 1912- 1913 και στα 1940.
1. Natur. Hist., 5, 131.
2. Κ. Χατζηιωάννου, ΑΚΕΠ, Δ' α, 1980, σσ. 344-345, αρ. 292.
3. Πρβλ. ΜΚΑ, Α' (λ. αγροτική ζωή).
4. Κυπριανός, Ιστορία Χρονολογική..., σσ. 53, 98.
5. Θεοφάνους, Χρονογραφία, Ι, σσ. 42-44. Βοnn=σσ. 29-30. Κυπριανός, Ιστορία ...σσ. 98-99. Κ.Π. Κύρρη, Οι Τήλλυροι καί ή Τηλλυρία, ανατ. από Κυπριακόν Λόγον, Γ' - Ε', 1974, σσ. 4-5. Του ιδίου, Mercenaires Albanais En Chypre au Moyen Age, παρ. 1-2, υπό εκτύπωση στα Rivista lnternazionale di Studi Bizantini e Slavi, Miscellanea, Agostino Pertusi, III, Bologna. 1984. Του ιδίου: Χαρακτηριστικά της Κυπριακής Ιστορίας κατά την Πρώιμη Βυζαντινή Περίοδο, στον τόμο Συμποσίου Κυπριακής Ιστορίας του Μεσαίωνα και της Τουρκοκρατίας, 3-5 Μαΐου 1983, Κ.Ε.Ε. και Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, υπό έκδοσιν.
6. Κ.Π. Κύρρη, Χαρακτηριστικά...
7. Νέους: Κυπριανός, ε.α, σσ. 52-53. Ανέκδοτο κείμενο του Ν. Ροδινού, φφ. 176-177=Κ.Π. Κύρρη, Οι Τήλλυροι... σ. 5=Κ.Π. Κύρρη, Εσχατολογικαί αναζητήσεις εν Αμμοχώστω... (α' ήμισυ του11ου μ.Χ. αιώνος)', Βυζαντινά, Β ', 1970, σ. 77. Νέους και παλαιούς: Leontios Makhairas, Chronicle I, Oxford, 1932, σσ. 6-9 παρ. 8 κ.α. Θ.Χ. Παπαδοπούλλου, Εκ της Αρχαιοτάτης Ιστορίας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ανάτ. από περιοδικό Nέα Σιών, Ιεροσόλυμα, 1952, σ. 26.
8. Κυπριανός, Ιστορία..., σ. 41.
9. Κυπριανός, ε.α., σ. 55.
10. φφ. 185-186. Βλ. Κύρρη, Οι Τήλλυροι... σσ.5-6.
11. Est. de Lusignan, Description φφ. 70r – 71r, 218.
12. G. Hill, A History of Cyprus, 1, To the Conquest by Richard Lion-Heart, Cambr., 1948, σσ. 260-261, και αυτ., II, The Frankish Period 1192-1432, Cambr., 1948, σσ. 10-11.
13. Leontios Makhairas, Recital ...entitled ‘Chronicle’, II, 1932, σ. 48 § 9.2).
14. Τ.Β. Mitford, 'Roman Cyprus', στο Aufstieg und Niedergang der Römischen Welt...II, 7,2, Principat, Politische Geschichte.. herausgegeben von H. Temporini, W. de Gruyter, Berlin, N. York, 1980, σ. 1304αρ. 53, σ. 1326. Τ. Β. Mitford, 'New Inscriptions from Early Christian Cyprus', Byzantion, XX, 1950, σ. 136 αρ. 10. Κύρρη, Εσχατολογικαί..., Βυζαντινά, Β', 1970, σ. 78.
15. Πρβλ. C. P. Kyrris, 'Military Colonies in Cyprus in the Byzantine Period'. Byzantinoslavica, XXXI, 2, 1970, σσ. 171172, πρβλ. γενικότερα σσ. 157- 181.
16. Π.χ. βλ. Ηπειρώτη δάσκαλο [;] του 3ου αι. μ.Χ.: Τ.Β. Mitford -Ino K. Nicolaou, The Greek and Latin Inscriptions from Salamis, Vol. 6, Nicosia, 1974, σσ. 53-54. Πρβλ. Μένιππον απ' Ιλλυριών στους Σόλους 2ου π.Χ. αι. όχι μακριά από την Ιλλυρίδα, I. Michaelidou - Nicolaou, Κυπρ. Σπουδ., ΛΑ’. 1967. σ. 23 πιν. VVI - IX.
17. Hill, ε.α., II, σσ. 10-11. J. Darrouzes, στην Revue des Etudes Byzantines, VII, 1950 [1951], σ. 188: κάθοδος Αλβανών στην Κύπρο στα 1487, ως μισθοφόρων, προφανώς συνέχεια του βενετοτουρκικού πολέμου του 1463- 1474, βλ. Η. Inalcik στην Encyclopaedia of Islam, I, 1960, σ. 655.
18. Κύρρη, Οι Τήλλυροι. σσ. 710, Πρβλ. Α. Diller στο Byzantinische Zeischift,63,1,1970, σσ. 2742: Ιλλυριοί οι Αλβανίται. κλπ.,του 16ου αι.
19. Cl. Del. Cobham, Excerpta Cypria, Camb., 1908 σ. 167.
20. Αυτ., σ. 198.
21. Description, fo 2ro
22. Description, fo 67ro, πρβλ. Dawkins, Makhairas, II, σ. 112 § 158.2.
23. Hill, Hist. of C, III, σσ. 987, 1111-1112. Manoli Blessi, La Presa di Nicosia, Venezia, 1572. Κ.Π. Κύρρη, Οι Τήλλυροι. σσ. 918 κ.ε.
24. Ν. Ιερείδου, Iστορία της Κύπρου από των αρχαίων χρόνων μέχρι σήμερον, Λευκωσία, 1893, σσ. 96 - 97. Γεωργίου Σ. Φραγκούδη, Κύπρις, Αθήνα, 1890, σσ. 458-459.
25. Μουσείο Ν. Καζαντζάκη, Ανέκδοτες Επιστολές Καζαντζάκη... (1902 - 1926), Αθ., 1979, σ. 7. Ιω. Καραγιαννοπούλου, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, Α', 324 - 556, 1980, σ. 374. RDAC 1983, σ. 224. G. Vernadsky, Kievan Russia, 1956, σποράδην.
26. C.P. Kyrris, 'Armees locales et luttes de Liberation en Chypre 1570- 1670', Actes du IIe Congres Intern. des Et. du Sud- Est Europeen (Athenes. 7-13 mai 1970), VI, Droit et Economie, Art, Ethnograpie, Folklore, Athenes, 1981, σσ. 175-189.
27. Gordon, στον Cl. Del. Cobham, Exc. Cypr., 1908, σ. 459.G. Hill, Hist.of Cyprus, IV, 1952, σσ. 143-144.
28. IV, σ. 165.
29. Hill, Hist. of C., IV, σσ. 165-166. Μ. Κούμα, Κυπριώτικα Διηγήματα, Αμμόχωστος, 1961, σσ. 511, α' εκδ., Αμμόχ., 1928, σσ. 3-12.
30. Hill, IV, σ. 181.
31. Α & J. Stylianou, The History of the Cartography of Cyprus, Nicosia, Publ. of the Cypr. Res. Centre, 1980, σ. 411.
32. Κ.Π. Κύρρη, 'Δεδομένα επί των κοινωνικών θεσμών της Κύπρου κατά τας αρχάς του ΙΘ' αιώνος, Επετηρίς του Κ.Ε.Ε., VI, 1972-1973, σ. 322 §4 (v) (a), σ. 271.