Τούρκος φρούραρχος της Κερύνειας και αρχηγός αγροτικής εξέγερσης στην Κύπρο κατά το 1765-1766 (περίοδος Τουρκοκρατίας). Στη μεγάλη εξέγερση υπό τον Χαλήλ αγά πήραν μέρος Τούρκοι, Έλληνες και Λινοβάμβακοι (=κρυπτοχριστιανοί) της Κύπρου.
Οι καταστάσεις που προκάλεσαν το κίνημα αυτό, όπως κι άλλες σοβαρές αντιδράσεις του λαού κατά τον 18ο αιώνα στην Κύπρο, σχετίζονταν προς εσωτερικές αλλαγές στο καθεστώς του νησιού, όπως στην εκτόπιση των γαιοκτημόνων σπαχήδων και ζαΐμηδων από τους νεόπλουτους εϊσνεμπήδες, αγιάνηδες και μουλτεζίμηδες ενοικιαστές ή σφετεριστές των φόρων και των κτημάτων και τοκογλύφους της υπαίθρου. Έτσι, σταδιακά δημιουργήθηκαν πολύ χειρότερες συνθήκες για τους χωρικούς που προσπάθησαν ν' απαλλαγούν από τη νέα μάστιγα. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της νέας αυτής κατάστασης ήταν ο αρπακτικότατος Χατζημπακκής, πρώην ξυλοκόπος από το χωριό Κλαυδιά, κι ο κυβερνήτης Τζηλ Οσμάν (1764-1765) του οποίου την κυβερνητεία (που τερματίστηκε βίαια με δολοφονία του) ακολούθησε η εξέγερση υπό τον Χαλήλ.
Η δίψα του κυβερνήτη Τζηλ Οσμάν για γρήγορο πλουτισμό, τον έσπρωξε στην επιβολή βαρύτατης φορολογίας στους Κυπρίους. Όπως δεν ήταν ασυνήθιστο για την εποχή, ο Τζηλ Οσμάν είχε εξασφαλίσει τον διορισμό του στη θέση του κυβερνήτη της Κύπρου με πλούσιες δωροδοκίες. Γι’ αυτό κι όταν ήλθε στο νησί, τόσο για ν' αποζημιωθεί για τα έξοδα που είχε κάμει όσο και για να βγάλει και σημαντικό κέρδος από τη θέση που είχε εξαγοράσει, επέβαλε βαρύτατες φορολογίες από 40 ή 47 γρόσια για κάθε Έλληνα κάτοικο της Κύπρου και το μισό ποσό για κάθε Μουσουλμάνο. Η γενική κατακραυγή κι αντίδραση που προκλήθηκε, ανάγκασε την Υψηλή Πύλη να επέμβει και να ορίσει ότι τα ποσά που έπρεπε να πληρώνονται ως φόροι θα έπρεπε να ήσαν τα μισά απ' όσα αυθαίρετα είχε καθορίσει και εισπράξει ο κυβερνήτης, ο οποίος μάλιστα διατάχθηκε να επιστρέψει όσα επί πλέον χρήματα είχε ήδη εισπράξει. Ο Τζηλ Οσμάν προσπάθησε γι’ αυτό να εκδικηθεί και σχεδίασε τη μαζική δολοφονία των Τούρκων και Ελλήνων ηγετών και προκρίτων, τους οποίους είχε προσκαλέσει στο σεράγιο της Λευκωσίας στις 25 Οκτωβρίου (5 Νοεμβρίου) του 1765. Ωστόσο η λαϊκή κινητοποίηση κι οργή ανέτρεψε τα σχέδια του Τζηλ Οσμάν ο λαός εισέβαλε στο σεράγιο που το λεηλάτησε και σκότωσε τόσο τον κυβερνήτη Τζηλ Οσμάν όσο και 18 άνδρες του.
Η νέα επέμβαση της Πύλης, που διόρισε ως νέο κυβερνήτη του νησιού τον Χαφούζ Μεχμέτ, δημιούργησε ουσιαστικά νέο πρόβλημα, αφού ορίστηκε πως έπρεπε ο λαός να υποστεί και πάλι όλα τα έξοδα αλλά κι επιπρόσθετα, τόσο για την επιδιόρθωση του σεραγίου όσο και για την επιστροφή 500.000 γροσιών που είχαν διαρπαγεί, και για την αποζημίωση των οικογενειών τόσο του Τζηλ Οσμάν όσο και των 18 ανδρών του που είχαν σκοτωθεί. Επεβλήθη έτσι νέα φορολογία για κάθε Μουσουλμάνο. Οι ηγέτες των Ελλήνων της Κύπρου (μ' επικεφαλής τον τότε αρχιεπίσκοπο Παΐσιον) αποδέχτηκαν τη διευθέτηση και ανάγκασαν τους Χριστιανούς να πληρώσουν. Ωστόσο οι Τούρκοι αντέδρασαν έντονα και ξεσηκώθηκαν.
Τριακόσιοι Τούρκοι της ομάδας του Τούρκου φρουραρχου της Κερύνειας Χαλήλ, καταλαμβάνουν τους μύλους της Κυθρέας στις 5 Απριλίου 1765 και παρεμποδίζουν την αποστολή αλευριού στη Λευκωσία, καταδικάζοντας τη Λευκωσία να πεινάσει.
Οι αρχές αποφάσισαν τότε να χαρίσουν τους φόρους των Τούρκων. Αλλά όταν σύντομα τα πράγματα ηρέμησαν, οι φόροι απαιτήθηκαν πάλι και οι φοροεισπράκτορες ξαναβγήκαν στο κυνήγι. Και τότε ξέσπασε το κίνημα.
Σύμφωνα προς μια τουλάχιστον πηγή του 1766 (G. Niebuhr, Reisen ..., Hamburg, 1837, III, pp. 20, 26-27), το αγροτικό αυτό κίνημα ήταν (αρχικά τουλάχιστον) κίνημα Λινοβαμβάκων.
... Επειδή όμως οι αρχές ζητούσαν [στα 1766] φόρους από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, οι Λινοβάμβακοι ανάμεσα στους δεύτερους, ντυμένοι σαν Έλληνες, μη γνωρίζοντας τουρκικά κι αραβικά, πεισματάρηδες κι αποφασιστικοί, αντίθετα από τους γεννημένους Μουσουλμάνους,... αντιστάθηκαν με όλα τα μέσα στις καταπιέσεις των τυράννων τους. Είχαν οπαδούς ανάμεσα στους συμπατριώτες τους και συχνά άρχιζαν εξεγέρσεις στο νησί...
Το γεγονός, πάντως, ότι η μεγάλη σύσκεψη των χωρικών που πήρε την απόφαση ν' αναθέσει στον Χαλήλ αγά την αρχηγία του κινήματος είχε γίνει στη Μύρτου, κατά το πανηγύρι του αγίου Παντελεήμονος (27 Ιουλίου), είναι ενισχυτικό της άποψης ότι το κίνημα ξεκίνησε με πρωτοστάτες τους κρυπτοχριστιανούς (Λινοβαμβάκους). Πιθανότατα στην προκειμένη περίπτωση οι Λινοβάμβακοι, αν και εξισλαμισμένοι, φαίνεται ότι για σκοπούς φορολογίας είχαν εξισωθεί με τους Χριστιανούς, ή πάντως δεν είχαν θεωρηθεί Τούρκοι, γι' αυτό και η αντίδρασή τους. Ωστόσο στο κίνημα, που εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα, πήραν μέρος και Έλληνες και Τούρκοι της Κύπρου.
Η σύσκεψη στη Μύρτου αποφάσισε ν' αναθέσει την αρχηγία του κινήματος στον Χαλήλ αγά, τότε φρούραρχο της Κερύνειας, ο οποίος αμέσως προσεγγίστηκε και πείστηκε ν' αναλάβει την ευθύνη να ηγηθεί του λαού στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη. Ο Χαλήλ αγάς θεώρησε ότι με τη στάση του αυτή θα έδειχνε καλό πρόσωπο στην Υψηλή Πύλη και θ' αποκτούσε φήμη, φαίνεται δε ότι ήλπιζε και στο ότι ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτός από την Υψηλή Πύλη ως νέος μουχασίλης (=κυβερνήτης) της Κύπρου.
Αμέσως ο Χαλήλ βρέθηκε να έχει υπό τις διαταγές του 2.500 οπλισμένους άνδρες, που σύντομα έγιναν 3.000 και τελικά περί τις 4.000, όπως και κανόνια (από την Κερύνεια). Τότε κινήθηκε κατά της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Ο αρχιεπίσκοπος Παΐσιος πρόλαβε να διαφύγει από τη Λευκωσία και τελικά από την Κύπρο (αναχώρησε από την Πάφο), συνοδευόμενος δε από τους επισκόπους Πάφου Χρύσανθον και Κερύνειας Χρύσανθον , πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου εξέθεσε προς την Πύλη την κατάσταση στην Κύπρο. Φαίνεται ότι στην Κωνσταντινούπολη οι Κύπριοι αρχιερείς όχι μόνο δεν υποστήριξαν τον Χαλήλ αγά και τους επαναστάτες, αλλ' αντίθετα τους κατήγγειλαν ότι είχαν εξεγερθεί και τυραννούσαν την ύπαιθρο.
Όταν ο αρχιεπίσκοπος Παΐσιος επέστρεψε στην Κύπρο, η Λευκωσία εξακολουθούσε να πολιορκείται από τον Χαλήλ. Στη Λάρνακα όπου έφθασε, ο Παΐσιος μάζεψε χρήματα (μέσω της μητρόπολης Κιτίου), που τα έστειλε στον Χαλήλ σαν φόρο και ένδειξη αναγνώρισής του. Ο Χαλήλ, που ικανοποιήθηκε από τη στάση αυτή του αρχιεπισκόπου, του έστειλε ως δώρο το σπαθί του (σημείο ότι δεν επιβουλευόταν τη ζωή του). Τότε ο αρχιεπίσκοπος ήλθε άφοβα στη Λευκωσία, μαζί με τους άλλους αρχιερείς, κι όλοι διέμεναν, μέχρι το τέλος της εξέγερσης, στο σεράγιο.
Η Πύλη είχε, βέβαια, πληροφορηθεί εξ αρχής για τα όσα συνέβαιναν στην Κύπρο. Φαίνεται όμως ότι η παρέμβαση του Παϊσίου και των δυο Χρυσάνθων, με το ταξίδι τους στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε καθοριστική στην τελική απόφαση γι’ αποστολή στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία για καταστολή του κινήματος. Η συνεργασία των Ελλήνων ηγετών και ιδίως των αρχιερέων (που με τα νέα προνόμια που είχαν πάρει το 1754 είχαν αποκτήσει πολλή δύναμη) αλλά και των προυχόντων, με τους αντίστοιχους Τούρκους, ήταν αποφασιστική για την τελική ήττα των εξεγερθέντων.
Στο μεταξύ ο Χαλήλ δοκίμασε, με δύναμη από 5.000 άνδρες περίπου, να καταλάβει την Αμμόχωστο. Δεν το κατόρθωσε όμως κι επέστρεψε στην πολιορκία της πρωτεύουσας Λευκωσίας, η οποία υπέφερε αλλά κι εκανονιοβολείτο από τα υψώματα της Αγίας Παρασκευής. Οι Έλληνες και Τούρκοι αξιωματούχοι απευθύνθηκαν τότε προς τους ξένους προξένους στη Λάρνακα, για μεσολάβηση προς τους επαναστάτες και συνδιαλλαγή, προφανώς για ν' αντέξουν μέχρι να φθάσουν στην Κύπρο τα τουρκικά στρατεύματα. Ο πρόξενος της Γαλλίας απέφυγε ν' αναμειχθεί, όπως κι εκείνος της Βενετίας. Ωστόσο ο πρόξενος της Αγγλίας (και υποπρόξενος της Τοσκάνης) Τίμοθυ Τέρνερ (Timothy Turner), αν και αρχικά αρνήθηκε να δράσει μόνος, τελικά αποδέχθηκε τον ρόλο του μεσολαβητή. Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν ο Χαλήλ υπέβαλε εκ μέρους των επαναστατών τους ακόλουθους όρους:
α) παραχώρηση γενικής αμνηστείας,
β) διαβεβαίωση ότι δεν θα εισπραχθούν φόροι πέρα απ' αυτούς που όρισε ο σουλτάνος,
γ) να μη υπάρξουν επιπτώσεις για όσους από τους ζαΐμηδες και γενιτσάρους είχαν προσχωρήσει στο κίνημα, οι οποίοι θα έπρεπε να πληρωθούν τους μισθούς και να πάρουν πίσω τις θέσεις τους, και
δ) διαβεβαίωση ότι ο λαός (=η ηγεσία) της Λευκωσίας θα αξίωνε όπως ο ίδιος ο Χαλήλ διοριζόταν κυβερνήτης της Κύπρου, με την έγκριση του σουλτάνου.
Οι διαπραγματεύσεις, μέσω του Τέρνερ, τράβηξαν σε μάκρος μέχρι που τελικά έφθασαν από την Καραμανιά τα στρατεύματα που αποβιβάστηκαν στη Λεμεσό, στη Λάρνακα και στην Αμμόχωστο και που βάδισαν από τρεις κατευθύνσεις κατά των επαναστατών που εξακολουθούσαν να πολιορκούν τη Λευκωσία.
Συγκεκριμένα εστάλησαν στην Κύπρο ο Κιόρ Αχμέτ πασάς με 2.000 άνδρες και 500 άλογα σε 16 πλοία, ο κυβερνήτης της Σελεύκειας στην Καραμανία Γκεργκέλογλου με 200 άνδρες και ο πειρατής Τζαφέρ μπέης με 200 άνδρες σε 4 πλοία. Πρώτος έφθασε ο Τζαφέρ μπέης στις 26 Μαΐου/6 Ιουνίου στη Λάρνακα, αλλά την επομένη έπλευσε προς την Αμμόχωστο και από εκεί προς την Κερύνεια. Στις 16/27 Ιουνίου έφθασε στον όρμο της Λάρνακας ο Κιόρ Αχμέτ και την ίδια μέρα ο Γκεργκέλογλου αποβιβάστηκε με τους άνδρες του στην Αμμόχωστο, στην περιοχή της οποίας οι άνδρες του διέπραξαν όλων των ειδών τα κακουργήματα εις βάρος του πληθυσμού.
Η θέση του Χαλήλ έγινε ξαφνικά πολύ δύσκολη. Λύοντας την πολιορκία, κι ακολουθούμενος από λίγους διαλεκτούς άνδρες του, έφυγε προς την Κυθρέα κι απ' εκεί πήγε στην Κερύνεια, όπου και τελικά πολιορκήθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα, με αρχηγούς τον Ιμπραχήμ μπέη, τον Τζαφέρ μπέη και (λίγο αργότερα) τον Μελεκί μπέη που απέκλεισε την Κερύνεια από τη θάλασσα.
Παρά τη σκληρή πολιορκία ο Χαλήλ κατόρθωσε να κρατήσει την Κερύνεια, αποκρούοντας τις επιθέσεις. Τελικά ο Μελεκί μπέης του διαβίβασε πρόσκληση να πάει στο καράβι του για μυστική συνομιλία και συνδιαλλαγή. Ο Χαλήλ αποδέχτηκε την πρόσκληση και μόλις ανέβηκε στο καράβι στις 14 Αυγούστου του 1768, συνελήφθη. Μετά τη σύλληψή του παραδόθηκε και η Κερύνεια, κι έτσι έληξε η μεγάλη εκείνη αγροτική-κοινωνική επανάσταση.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 19 Αυγούστου, ο Χαλήλ εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό αφού υπέστη πολλά βασανιστήρια. Άλλοι 200 απ' όσους είχαν παραμείνει μαζί του μέχρι το τέλος (Έλληνες και Τούρκοι) εκτελέστηκαν επίσης. Πολλοί άλλοι βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν. Και τελικά οι φόροι που είχαν επιβληθεί το 1765 κι είχαν προκαλέσει την εξέγερση, εισπράχθηκαν κι από τους Έλληνες κι από τους Τούρκους.