Από το ρήμα της κυπριακής διαλέκτου τσ’αττίζω, που σημαίνει ταιριάζω. Πρόκειται για σημαντικό είδος της λαϊκής ποίησης της Κύπρου. Τα τσ’αττίσματα, είναι δίστιχα ή ολιγόστιχα ομοιοκατάληκτα ποιητικά δημιουργήματα της στιγμής, που «ταιριάζονται» από δυο ή και περισσότερους ποιητάρηδες οι οποίοι κατ' αυτό τον τρόπο διαγωνίζονται μεταξύ τους (Τσιαττίσματα- Κυπριακά δίστιχα της στιγμής).
Τέτοιοι ποιητικοί διαγωνισμοί μαρτυρούνται ήδη από τα πανάρχαια χρόνια στον ελληνικό κόσμο, όπως για παράδειγμα ο θρυλούμενος ποιητικός αγώνας μεταξύ Ομήρου και Ησιόδου, κατά τον οποίο οι στίχοι των εκφωνούμενων ποιημάτων ήταν ὁ μέν πρῶτος Ἡσιόδου, ὁ δέ ἑξῆς Ὁμήρου, ἐνίοτε δέ καί διά δύο στίχων, τήν ἐπερώτησιν ποιουμένου τοῦ Ἡσιόδου...
Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο γίνονταν και γίνονται ακόμη και σήμερα τα τσ’αττίσματα στην Κύπρο. Οι δύο (συνηθέστατα) διαγωνιζόμενοι τραγουδούν με συνοδεία μουσικής (βιολί, λαγούτο). Αρχίζει ο ένας, που προκαλεί τον δεύτερο και ταυτόχρονα καθορίζει, με το δικό του τσ’άττισμαν (ή τσ’αττιστόν) και το θέμα του διαγωνισμού. Σε σύντομο χρόνο, που καθορίζεται από τον ρυθμό της μουσικής, ο δεύτερος διαγωνιζόμενος θα πρέπει ν' απαντήσει με δικό του τσ’άττισμαν, κι οπωσδήποτε επί του θέματος που τέθηκε. Στη συνέχεια θ' ανταπαντήσει ο πρώτος, θα συνεχίσει ο δεύτερος κ.ο.κ. Το θέμα του ποιητικού διαγωνισμού, που τίθεται με το πρώτο τσ’αττιστό, μπορεί να είναι ο,τιδήποτε. Τον ποιητικό διαγωνισμό παρακολουθεί το κοινό, που με τις εκδηλώσεις του αναδεικνύει και τον νικητή.
Για να διαγωνιστεί κάποιος στα τσ’αττίσματα θα πρέπει να είναι πολύ καλός ποιητάρης, να έχει την ικανότητα της πολύ γρήγορης σύνθεσης ποιημάτων και την οξυδέρκεια ν' απαντά έξυπνα στον αντίπαλό του. Για παράδειγμα, όταν σε διαγωνισμό ο ένας ποιητάρης παρατήρησε τον αντίπαλό του με το ακόλουθο τσ’αττιστόν:
Τούν' τα τραούδκια που λαλείς
μεν τα πολλοφωνάζεις
τζ’αι βάλλω σε μες στογ' γουμάν
σαν πετεινόν να κράζεις!
τότε ο δεύτερος ποιητάρης απάντησε με το ακόλουθο δικό του:
Εν' να με βάλεις στογ' γουμάν
σαν πετεινός να κράζω!
Μμά ἐσού εν' νά 'σαι όρνιθα
τζ’ εγιώ ν' να σε πειράζω!
Η φύση του διαγωνισμού των τσ’αττιστών είναι τέτοια, ώστε αποκλείει την προπαρασκευή εκ των προτέρων οποιωνδήποτε συνθέσεων, υπό τη έννοια του στημένου διαλόγου. Και τούτο, επειδή ο κάθε ένας από τους δυο ποιητάρηδες που διαγωνίζονται, δεν γνωρίζει τι τσιαττιστό θα του πει ο αντίπαλός του, πάνω στο οποίο θα πρέπει απαραιτήτως ν’ απαντήσει. Βέβαια ο περισσότερο έξυπνος από τους διαγωνιζόμενους προσπαθεί να οδηγήσει την ποιητική αυτή «συζήτηση» σε χώρους που νομίζει καλύτερους για τον ίδιο, παρασύροντας και τον αντίπαλό του.
Τα τσ’αττιστά τραγουδιόνταν σε ποιητικούς διαγωνισμούς που οργανώνονταν σε κάθε είδους συνάξεις για διασκέδαση: σε γιορτές, πανηγύρια, γάμους κλπ. Σήμερα μερικοί παλαιοί ποιητάρηδες εξακολουθούν να τσ’αττίζουν, ιδίως σε γιορτές του Κατακλυσμού, όπου δίνονται και έπαθλα.