Η Αθηένου ταυτίζεται με την αρχαία πόλη των Γόλγων, που, σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε από το Γόλγο, το μυθικό γιο της Αφροδίτης και του Άδωνι. Η τοποθεσία Γιόρκοι, σε ύψωμα, γύρω στο ένα χμ. βορειοανατολικά του χωριού, πιθανό να συνδέεται άμεσα με την πόλη των Γόλγων. Στην τοποθεσία αυτή το 1851 ο Αθανάσιος Σακελλάριος εντόπισε μερικά οικιακά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, αλλά δεν βρήκε τα ίχνη του ναού της Αφροδίτης Γολγίας, που του κίνησε την περιέργεια της έρευνας και το ανασκαφικό ενδιαφέρον.
Από το 1867 μέχρι το 1870 ο Luigi Palma di Cesnola, με αποκλειστικό στόχο την ανεύρεση πολύτιμων αρχαιολογικών θησαυρών, ανέσκαψε ερασιτεχνικά διάφορους χώρους, στην Αθηένου και ιδιαίτερα στην τοποθεσία Άγιος Φώτιος, τρία περίπου χμ. ανατολικά του χωριού. Όπως και σ' όλους σχεδόν τους άλλους κυπριακούς αρχαιολογικούς χώρους έτσι και στην τοποθεσία αυτή, ο Cesnola εντόπισε και ανέσκαψε πολλούς από τους άθικτους τάφους του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης και δυο ιερά τεμένη, που απέδωσαν πολυάριθμα πήλινα αγγεία, 32 πήλινα αγάλματα και ειδώλια, αρκετές ασβεστολιθικές και μαρμάρινες κεφαλές άλλων αγαλμάτων κι ένα σπάνιο, κολοσσιαίο ασβεστολιθικό άγαλμα του Ηρακλή με το βάθρο του. Το βάθρο του αγάλματος είναι κοσμημένο με μερικές ανάγλυφες μυθολογικές σκηνές από τους άθλους του Ηρακλή. Τα περισσότερα από αυτά τα ευρήματα, μαζί με αναρίθμητα άλλα κυπριακά, βρίσκονται σήμερα στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.
Οι συστηματικές ανασκαφικές έρευνες για την ανακάλυψη της πόλης των Γόλγων άρχισαν στην τοποθεσία Γιόρκοι το 1969 και τερματίστηκαν το 1972 από την ελληνική αρχαιολογική αποστολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Γ. Μπακαλάκη. Οι έρευνες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη τμήματος του ανατολικού τομέα της πόλης και μέρους του αμυντικού της τείχους, που σώζεται με τα κατάλοιπα τριών πύργων σε μήκος 39,50 μ. και σε μέσο ύψος 2,50 μ. Κατά μήκος της εσωτερικής όψης του ανασκαφέντος τείχους βρέθηκαν τα θεμέλια και το κάτω μέρος των τοίχων λιθόχτιστων κατοικιών του τέταρτου αιώνα π.Χ. και κάτω από τις Υστεροκλασσικές αυτές κατοικίες επισημάνθηκαν τα κατάλοιπα κατοικιών προγενέστερης πόλης, που χρονολογούνται στην Κυπρο-Αρχαϊκή Εποχή. Τα ανασκαφικά δεδομένα μαρτυρούν ότι το τείχος της πόλης των Γόλγων καταστράφηκε αμέσως μετά την υποταγή της Κύπρου στους Πτολεμαίους γύρω στο 310 π.Χ. αλλά η πόλη διατηρήθηκε και σ' ολόκληρη τη διάρκεια των Ρωμαϊκών και Πρωτοχριστιανικών χρόνων. Τούτο είναι φανερό από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μιας μικρής πρωτοχριστιανικής βασιλικής, που βρέθηκε στο νοτιοδυτικό τμήμα του ανασκαφικού χώρου.
Τα κινητά ευρήματα περιλαμβάνουν πήλινα αγγεία, μετάλλινα και γυάλινα αντικείμενα, χάλκινα νομίσματα, πήλινα ειδώλια, μαρμάρινα και ασβεστολιθικά αρχιτεκτονικά μέλη και μεγάλο αριθμό κεραμεικών οστράκων, που χρονολογούνται από τις αρχές των Αρχαϊκών χρόνων μέχρι τα μέσα του έβδομου αιώνα μ.Χ.
Εκτός από τις ανασκαφές της αρχαιολογικής αποστολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης στο χώρο της αρχαίας πόλης των Γόλγων, άλλες συστηματικές ανασκαφές στην τοποθεσία Παμπουλάρι της Κουκουνίνας, σε χαμηλό λόφο, άρχισαν το 1971 από την ισραηλιτική αποστολή Ινστιτούτου Αρχαιολογίας του εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ υπό τη διεύθυνση του Δρα Trude Dothan και του Δρα Amnon Bentor. Οι ανασκαφικές αυτές έρευνες που τερματίστηκαν το 1972, απέδειξαν ότι ο ανασκαφικός χώρος χωρίζεται από ένα πέτρινο διαχωριστικό τοίχο σε δυο τμήματα. Στο ανατολικό τμήμα του ανασκαφικού χώρου αποκαλύφθηκαν μερικές εξέδρες από λευκό κονίαμα, καλυμμένο με λεπτό στρώμα καμένης στάχτης, πάνω στις οποίες βρέθηκαν αρκετοί μεγάλοι, ακόσμητοι αποθηκευτικοί πίθοι. Παρόμοιοι πίθοι βρέθηκαν και κατά μήκος του διαχωριστικού τοίχου. Στο ανατολικό τμήμα του ανασκαφικού χώρου βρέθηκαν μεγάλοι σωροί από αρκετές εκατοντάδες μικροσκοπικών ακόσμητων αγγείων της Τελευταίας Εποχής του Χαλκού, που ταυτίζονται με ιερά αναθήματα και φανερώνουν το λατρευτικό χαρακτήρα του αποκαλυφθέντος χώρου. Σ' ελάχιστη απόσταση από το χώρο αυτό, βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες χάλκινης σκουριάς, που εκδηλώνει την ύπαρξη εργαστηρίων χαλκού, άμεσα συνδεδεμένων με το λατρευτικό χώρο. Εκτός από τις εξέδρες αποκαλύφθηκαν αμυδρά κατάλοιπα κατοικιών, που χρονολογούνται από το 16οαιώνα μέχρι τα μέσα του 12ουαιώνα π.Χ. και ανήκουν σε συνοικισμό, που φαίνεται να ξανακατοικήθηκε κατά τη διάρκεια των Κυπρο-Γεωμετρικών Χρόνων (1050 — 750 π.Χ.).