Vespa orientalis F. Οικογένεια: Vespidae. Είναι το μεγαλύτερο πτερωτό έντομο της οικογένειάς του που απαντάται στην Κύπρο, με μέγεθος που φθάνει τα 4 1/2 εκατοστόμετρα. Στην κοινωνία του υπάρχουν τρεις ομάδες (τάξεις), όπως και σε άλλες κοινωνίες εντόμων: οι βασίλισσες (που είναι και οι μεγαλύτερες), οι αρσενικοί και οι εργάτριες. Οι βασίλισσες και οι εργάτριες, δηλαδή τα θηλυκά έντομα, έχουν κεντρί και το κέντρισμα τους είναι οδυνηρότατο, σπάνια δε και θανατηφόρο. Οι αρσενικοί δεν έχουν κεντρί.
Οι σφήκουροι έχουν την ονομασία αυτή που σημαίνει μεγάλοι σφήκες. Ζουν σε σμήνη, όπως κι οι μέλισσες, η ζωή τους όμως διαρκεί μόνο μια περίοδο. Φωλιάζουν σε τρύπες στις όχθες ποταμών και λιμνών, μέσα σε δόμες, σε κουφάλες των δέντρων, κάτω από μεγάλους βράχους, αλλά και σε κατοικημένες περιοχές. Κατασκευάζουν τις φωλιές τους που λέγονται σφηκουρκές, από ξυλαράκια και ξηρά χόρτα που τα λιώνουν στο στόμα τους και πλάθουν «πηλό». Οι φωλιές τους έχουν μέχρι και 6 πατώματα.
Το χρώμα τους είναι έντονο κίτρινο και καφέ. Κατά τα τέλη Οκτωβρίου, μετά τα πρωτοβρόχια, όλοι οι σφήκουροι-εργάτριες αρχίζουν να εξαφανίζονται. Αντίθετα, οι αρσενικοί αρχίζουν να εμφανίζονται και ν' αναζητούν τροφή, αφού οι εργάτριες, που ως τότε τους έτρεφαν, έχουν πεθάνει. Είναι αυτή την εποχή που οι αρσενικοί γονιμοποιούν τη βασίλισσα, για δημιουργία του νέου σμήνους την άνοιξη, η δε βασίλισσα αρχίζει να γεννά τα αυγά της. Τελικά πεθαίνουν και η βασίλισσα και οι αρσενικοί, των οποίων η ζωή διαρκεί ένα μόνο καλοκαίρι.
Οι σφήκουροι είναι έντομα παμφάγα, γι’ αυτό και προκαλούν πολλές καταστροφές. Τρέφονται με φρούτα, όπως σταφύλια, σύκα κ.α., με ζωντανά έντομα, μέλισσες, νύμφες άλλων εντόμων, μέλι και άλλα γλυκά, και με ψοφίμια (ζώα, ερπετά, έντομα).
Σε παλαιότερες εποχές, όταν κεντρίζονταν από σφήκουρους, οι Κύπριοι κατέφευγαν στους μάγους και στους γητευτές. Οι «θεραπευτές» αυτοί άγγιζαν με το χέρι τους το μέρος του κεντρίσματος κι απάγγελλαν το ακόλουθο ξόρκι:
Γιατρεύκω τζ'αι μαντεύκω τζ'αι τους σφήκουρους γητεύκω, η φοράδα στο Μισίριν, άππαρος στην Πάφον, βατεύκεται τζ'αι δέ μ' πκιάννει, γεννά τζ'αι δέβ' βυζάννει.
Έριχναν μετά ξίδι στο έδαφος, έκαναν πηλό και μ' αυτόν επάλειβαν το μέρος του κεντρίσματος, λέγοντας: Στο όνομα του Πατρός..., ο Θεός να ξορίσει το κακόν.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια